Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/140

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


τῆς βάγιας πάλε μίλησε: «Μὲ θέλημα τοῦ ρήγα,
ὦ Βριχατσαίνα, ἄμε ξανὰ καὶ τὸ Βαρσναίγια, ὁδήγα,
καλόηθη, ἐδὼ τὸν ἁμαξᾶ· σπουδαῖα θὰ κάμει χρέγια.» 25
Κι’ ἀκούσαντας τὴ ρήγισσα, νὰ φέρουν τὸ Βαρσναίγια
στέρνει ἄντρες ἀξιαζούμενους ἡ Βριχατσαίνα. Τότες
ἡ Μπχιμοπούλα, ποὔξερε καλὰ τὸ ποῦ καὶ πότες,
τοῦ μίλησε ἁπαλόφωνα, σὰν τὸ καλοῦσε ἡ ὥρα
καὶ τὸ Βαρσναίγια ἡ ἄψεγη μὲ τοῦτα ἐπαρηγόρα: 30
«Ξέρεις πῶς πάντα ὁ βασιληᾶς σωστὸς μαζί σου ἐστάθη,
βόηθα τον τώρα πὤμελλε κι’ αὐτὸς νὰ κακοπάθει.
Ὁ ἀντράρχης μὲ τὸν Πούσκαρα, περσότερο ὅσο χάνει,
τόσο τὸ πάθος πιὸ πολὺ τοῦ παιγνιδιοῦ τὸν πιάνει.
Τοῦ Πούσκαρα ὅσο ὑπάκουα τὰ ζάρια πέφτουν πρύμα, 35
τόσο στὰ ζάρια πιὸ κακὸ τοῦ Νάλα εἶναι τὸ ψῆμα.
Φίλου ἢ δικοῦ λόγια καθὼς πρέπει ν’ ἀκούει δὲ θέλει,
οὔτε καὶ γιὰ τὰ λόγια μου στὴ ζάλη τόνε μέλει.
Ὁ Νισχιαντχίτης βέβαια λογιάζω πῶς δὲ φταίει,
ὁ ρήγας ὁ τρανόψυχος στὴ ζάλη ποῦ τὸν καίει, 40
τὸ λόγο μου ἂ δὲ χαίρεται. Ζητάω ἀπὸ σὲ βοήθεια,
ἀρχιαμαξᾶ, κάμε ὅ,τι πῶ· μοῦ θόλωσε στὰ στήθια
μέσα ἡ ψυχή, ποῦ ἀπ’ τὸν καημὸ μιὰ μέρα θὰ στερέψει.
Τἄτια ποῦ ὁ Νάλας ἀγαπᾶ, τὰ γλίγωρα σὰ σκέψη,
ζέψε, στ’ ἁμάξι ἀνέβασε τὰ δυὸ παιδιά μου τοῦτα, 45
καὶ στὴ Βιντάρμπχα κόπιασε, κ’ ἐκεῖ ἐμπιστεύοσού τα
στὰ χέρια τῶ δικῶνε μου μὲ τ’ ἄτια καὶ τ’ ἁμάξι,
κ’ ἔπειτα μένεις ἢ ἀλλοῦ πᾶς, ἂν κάλλιο σοῦ ταιριάξει.»
Πρῶτα τοῦ Νάλα ὁ ἀρχιαμαξᾶς Βαρσναίγιας στοὺς συβούλους
τοῦ Νάλα, τῆς Βιντάρμπχαινας εἶπε τοὺς λόγους οὕλους, 50
συναγρικήθηκε μ’ αὐτοὺς καὶ σὰν καλοστοχάστη,
καὶ τοὔδωκαν τὸ ἐλεύτερο, στὴν ἅμαξα, ὦ δυνάστη,
ἔμπασε τὰ λυμάρικα, καὶ στοὺς Βιντάρμπχες μόλις
φτασμένος ἦταν ὁ ἁμαξᾶς, ἐκεῖ ποθόνει κι’ ὅλις
τ’ ἄτια, τ’ ἁμάξι, ποῦ ὅμοιο του δὲν ὕπαρχε κανένα, 55
τὸν Ἰντρασαίνα τὸ παιδί, τὴν κορασιὰ Ἰντρασαίνα,
καὶ σὰν ἀποχαιρέτισε τὸ βασιληᾶ τὸ Μπχίμα,
κ’ ἔκλαψε δάκρυα γιὰ καϋμὸ τοῦ ρήγα Νάλα χύμα,
γιὰ τὴν Ἀϊώντχια κίνησε, κ’ ἐκεῖ στοῦ βασιληᾶ της
τοῦ Ριτουπάρνα ὁ θλιβερὸς ρογιάστηκε ἀγωγιάτης. 60

9

Σὰν ὁ Βαρσναίγας μίσεψε, τὴ βασιλεία καὶ τ’ ἄλλα
πλούτια τοῦ πῆρε παίζοντας ὁ Πούσκαρας τοῦ Νάλα.
Ἐπῆρε τοῦ Ἁγνοξάκουστου τὴ βασιλεία κ’ ἐγέλα
ὁ Πούσκαρας καὶ τοὔλεγε: «Νὰ ξαναπαίξουμε ἔλα!
Τί βάνεις κάτου στοίχημα; μονάχη σοῦ ἀπομένει 5
ἡ Νταμαγιάντη, ἐκέρδηξα τὸ ἔχει σου ὅλο· ἄς γένει,

126