Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/108

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Τὸ ψάλσιμο πολύ,
Μὲ τῶν καρλάκων τὴ φωνή,
Ποῦ ἠχᾷ ’ς τοὺς βάλτους, ’μοιάζει.

Ἔπειτ’ ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα θάψετ’ ἐσεῖς τὸ σῶμα
Μὲ μυρολόϊ ’ς τὸ χῶμα!
Τώρα τὴ νύφη μου τὴ νειὰ ’ς τὰ σπίτι παίρνω· ἐλᾶτε!
’Σ τὸ γάμο μας τρεχᾶτε!
Κόπιασε, ψάλτη, μὲ πολλοὺς γιὰ νὰ καλοναρχίσῃς
Μὲ ψάλσιμο βραχνό!
Ἔλα, παπᾶ, πρὶν πᾶμε οἱ δυὸ
’Σ τὴν κλίνη, νὰ εὐλογήσῃς!»

Σιγοῦν καμπάναις… ψάλσιμο…! τὸ νεκρικὸ κρεββάτι
Ἐχάθηκε· τρεχάτοι
Τοῦ καβαλλάρη τὴ φωνὴ μόλις αὐτοὶ γροικῆσαν,
Κατόπι τους χουμῆσαν.
Καὶ πάντα ἐμπρός, ἐμπρός, χώπ, χώπ! ὁ περασμός βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,
Χῶμα, φωτιά, ξεσπάει.

Δεξιά, ζερβιά, φράχταις, βουνὰ καὶ δάση, πῶς περνοῦσαν,
Τὶ γλήγορα ἐπετοῦσαν!
Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαῖναν,
Σὰν ἀστραπαῖς διαβαῖναν!
«Ζήτω! Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τούς νεκρούς;»
«Ἥσυχους ἄφησ’ τοὺς νεκρούς,
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι!»

Καὶ ’ς τὸ βασανιστήριο, δές! πῶς τοῦ τροχοῦ τ’ ἀξόνι
Χορεύοντας τὸ ζώνει
Ἀέρινη στοιχειολογιά, ποῦ φεγγαροφωτίζεται
Καὶ μόλις ξεχωρίζεται.
«Αἴ! σεῖς! ἀκολουθᾶτε μας! κατόπι μας τρεχᾶτε!
Τοῦ γάμου τὸ χορό,
Ἅμα ’ς τὴν κλίνη πᾶμε οἱ δυό,
Νὰ μᾶς χορέψτ’ ἐλᾶτε!»

Κι’ ὅλο τὸ πλῆθος, χούς, χούς, χούς! κατόπι του ὅλο πάει,
Μὲ θόρυβο πηδάει,
Ὀσὰν τὰ φύλλα τὰ ξερά, σὰν ῥούφουλας περάσῃ
Ἀνάμεσα ’ς τὰ δάση.
Κ’ ἐμπρός, ἐμπρὸς φεύγουν, χώπ! χώπ! ὁ περασμὸς βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,

94