Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/107

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Κι’ ὁ μαῦρος μου σκαλίζει.
Γλήγορα ντύσου, πέταξε πίσω μου ἀπάνω ’ς τ’ ἄτι,
Καί σήμερα ἑκατὸ
Μίλια σὲ πάω μακρυὰ ’πὸ δῶ
’Σ τὸ νυφικὸ κρεββάτι.»—

«Τόσο μακρυὰ θέλεις νὰ πᾷς μ’ ἐμὲ σήμερ’ ἀκόμα
’Σ τοῦ γάμου μας τὸ στρῶμα;
Καὶ δὲν ἀκοῦς τὸ σήμαντρο, ποῦ ἕνδεκα βαράει,
Ἀράδα πῶς βοάει;
«’Μεῖς καὶ οἱ νεκροὶ πᾶμε γοργά. Γιὰ ἰδὲς τί ὡραῖο φεγγάρι!
Σήμερ,’ ἀγαπητή,
Μὲ στοίχημα σὲ φέρνω ἐκεῖ
’Σ τὸ νυφικὸ κλινάρι.»

«Γιὰ πές μου, πές μου; ἀγάπη μου, ποῦ ἔχεις τὸ κονάκι;
Ποῦ, πῶς, τὸ κρεββατάκι;»
«Μακρυά!… μ’ ἕξι σανίδια μεγάλα κι’ ἄλλα δύο
Μικρά!… ἥσυχο, κρύο!…»
«Είν’ ἐκεῖ τόπος καὶ γιὰ μέ;» «Γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα.
Ντύσου καὶ ῥίξου εὐθύς!
Τοὺς καλεσμένους ’κεῖ θαὐρῇς,
Ποῦ καρτεροῦν γιὰ σένα.»

Ἡ ἀγαπημένη λυγερὴ μ’ ἀσποῦδα εὐθὺς ἐντύθη
Καὶ ’ς τὰ καπούλια ἐχύθη·
Ὡσὰν τὰ κρίνα κάτασπρα τὰ δυό της χέρι’ ἀπλόνει
Καὶ ἀγκαλιαστὰ τὸν ζώνει·
Κ’ ἐμπρός, ἐμπρός, φεύγουν, χώπ, χώπ! ὁ περασμὸς βροντάει,
Κ’, ἐκεῖ ποῦ πιλαλοῦν,
Τ’ ἄτι καὶ αὐτοὶ λεχομανοῦν,
Χῶμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πῶς ὅλα ἐφεῦγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιὰ μεριά τους
Ἐμπρὸς ’ς τὰ βλέμματά τους!
Πῶς ἔστριζαν ᾑ γέφυραις, πῶς φεῦγαν τὰ λιβάδια,
Οἱ κάμποι καὶ τὰ σιάδια!
«Ζήτω! Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τοὺς νεκρούς;»
«Ὄχι, ὄχι… Ἀλλ’ ἄφησ’ τοὺς νεκρούς!
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι.»

Ἄκου κοράκων σάλαγος καὶ ψάλσιμο ἀντηχάει!
Κουδούνισμα βογγάει!
Λαλοῦν καμπάναις! νεκρικὰ ψάλλουν· «Βαθυὰ ’ς τὸ χῶμα
Ἂς θάψουμε τὸ σῶμα!»
Καὶ μ’ ἕνα νεκροκρέββατο λείψανο ἰδού! πλησιάζει·

93