Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.
Πῶς ὅλ’ ἡ φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη
Πετῶντας πῶς διαβαίνει!
Τὰ ὕψη ἐπάνω πῶς πετοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ αἰθέρια,
Μαζῆ μ’ ὅλα τ’ ἀστέρια!
«Ζήτω Οἱ νεκροὶ τρέχουν γοργά! πῶς λάμπει τὸ φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τοὺς νεκρούς;»
«Ὠϊμέναν! ἄφησ’ τοὺς νεκρούς!
Σοῦ τὸ ζητῶ γιὰ χάρι!
«Μαῦρε! λαλεῖ, μοῦ κάζεται, ὁ πετεινός… κ’ ἡ ὥρα
Θὲ νὰ περάσῃ τώρα…
Σὰν τῆς αὐγῆς μυρίζομαι, μαῦρε, τ’ ἀέρι… χύσου,
Γοργά, γοργά! γκρεμίσου!
Ὁ δρόμος μας ἐτέλειωσε κ’ ἡ κλίν’ εἶν’ ἀνοιγμένη,
Ἡ κλίν’ ἡ νυφική!
Γλήγορα τρέχουν οἱ νεκροί!
Εἴμαστε καὶ φτασμένοι.»
Μὲ σιδερένια κάγκελα ψηλὴ θύρ’ ἀγναντεύει,
Κ’ ἐκεῖ καβαλλικεύει
Μ’ ὁρμὴν ἀκράτητη· βιτσιὰ ’ς τὰ μάνταλα χτυπάει
Κι’ ὅλα μαζῆ τὰ σπάει.
Πετιῶνται τὰ θυρόφυλλα καὶ ’ς τὰ μνημούρια ’κεῖνοι
Ἀνάμεσα περνοῦν·
’Στὸ φῶς οἱ τάφοι ἀσπρολογοῦν
Ποῦ τὸ φεγγάρι χύνει.
Καὶ τήρα ἐκεῖ! γιὰ τήρα ἐκεῖ! Τί φριχτὸ θᾶμμα ἐγίνη
Μὲ μιᾶς τὴν ὥρα ἐκείνη!
Τοῦ καβαλλάρ’ ἡ ἁρματωσιά, σὰν ἴσχνα χαλασμένη,
Πέφτει κομματιασμένη.
Γυμνό καύκαλο ἐγίνηκεν ἡ κεφαλή του ὅλη,
Σκέλεθρο τὸ κορμί·
Δρεπάνι ’ς τό να του κρατεῖ
Καὶ ’ς τ’ ἄλλο μαντζαρόλι.
Ψηλὰ τὰ πόδια σήκονε τ’ ἄλογο, ἐν ᾧ φυσοῦσε,
Καὶ σπίθαις ἐπετοῦσε·
Καὶ χούϊ! ξάφνου ἀπὸ κάτου της ’ς τῆς γῆς τὰ μαῦρα βάθη
Ἐβούλιαξε κ’ ἐχάθη.
Οὔρλιασμ’ ἀκούεται ἀπὸ ψηλά, μέσα ’ς τὸ λάκκο ἠχάει
Κλάψιμο ἀπὸ βαθυά,
Καὶ τῆς Λεονώρας ἡ καρδιὰ
’Στὰ λοίστια σπαρταράει.