Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/16

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 14 =

Ξυπνάει, καί, τόσα βλέποντας κουφάρια στρυμωμένα
Χάμου νὰ κείτωνται ὡς νεκρά, ’πῶς εἶναι λέει στὰ ξένα,
Ὅπου, τρεῖς χρόνους μακρυνούς, κοντά της τὰ θωροῦσε,
Καὶ ’σὰν ἐξύπναε τὴν αὐγή, καὶ ’σὰν κακονυχτοῦσε
Μὲ φρίκη τὰ ματόφυλλα γοργὰ σφαλίζει πάλι,
Στὰ δύο της χέρια κλίνοντας τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
Κ’ ἐνῷ τοῦ κάκου μέσα ἐκεῖ περιμαχάει νὰ κράξῃ
Τὰ ὡραῖα χρυσὰ φαντάσματα, ποὖχαν μακρυὰ πετάξει,
Ἀκούει, μὲ λάχτισι χαρᾶς, τὸ κῦμα, ποῦ βογγάει
Στὸ καπνοκάραβο κοντά· τὸ τρίξιμο ἀγροικάει,
’Ποῦ τὰ πλευρά του κάνουνε, καθὼς μὲ βία κινιέται,
Καὶ ξάφνου ὁλόρθη βρίσκεται· κατάπλωρα πετιέται.
Ὤ! στὰ θεμέλια τ’ οὐρανοῦ τί κοκκινίζει; Ἄν ἦστε
Τσ’ αὐγῆς δροσάτα σύγνεφα, σύρτε ψηλά, καὶ ἀφῆστε
Νὰ πάῃ τὸ βλέμμα της ἐκεῖ ποῦ τρέχει κ’ ἡ ψυχή της!
Δέσποινα θεία! δὲ φαίνονται ’σὰν τὰ βουνὰ τῆς Κρήτης;
Ποιὸ μάτι, βλέποντάς τηνε, θὲ ν’ ἀμφιβάλῃ ἀκόμα;
Γειὰ ἰδές! ἀχνίζει, καὶ μὲ μιᾶς ἕνα παρόμοιο χρῶμα
Μὲ αὐτὸ ποῦ φέγγει ἀπόπερα στὴν ὄψι της ἁπλόνει·
Τὰ χέρια ὁλάνοιχτα—γειὰ ἰδές—μ’ ἀγάπη ἀνασηκόνει,
Κ’ ἐκεῖ ποῦ συχνοτρέμουνε σὲ λυγερὸ καλάμι,
Λὲς καὶ ἀγωνίζεται θερμὰ φτερούγαι νὰ τὰ κάμῃ.
Θὲ νὰ φωνάξῃ· κατ’ αὐταῖς ὁποῦ κοιμοῦνται γέρνει,
Καὶ, δυνατὰ λεχάζοντας, κἀμμία φωνὴ δὲ σέρνει·
Ἀλλ’, ὡς ἡ φλόγα, ’ποῦ συχνὰ κουφοδρομάει, καὶ πέρα
Μὲ ὁρμὴ πετιέται ἀκράτητη, ’σὰν ἔβγῃ στὸν ἀέρα,
Τρανή, γιομάτη, ξάστερη, στὰ ἐμπόδια πυρωμένη,
Μὲ τῆς πατρίδας τ’ ὄνομα ξάφνου ἡ λαλιά της βγαίνει.
Παρόμοιος ἦχος μία φορὰ τὸν Ἅδη θὰ ταράξῃ,
Ὡς τ’ Ἀρχαγγέλου ἡ σάλπιγγα τοὺς πεθαμένους κράξῃ,