Σελίδα:Ο όρκος (Μαροκοράς).pdf/15

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
= 13 =

Νά!—φαίνεταί της ’ποῦ, σεμνὰ ’σὰ νύφη στολισμένη,
Τ’ ἀγαπημένο ἀγῶρι της ἐντροπαλὴ ἀναμένει·
Πλούσιαις ὡστόσο φορεσιαῖς, ἀγερικὰ μαγνάδια,
Μαλαματένια εἰδίσματα, πολύτιμα πετράδια
Θωράει σὲ ξέναις καὶ δικαῖς, ὁποῦ τὴν παραστέκουν·
’Ποῦ ζωντανὸ τριγύρω της ὡραῖο στεφάνι πλέκουν,
Καί, μὲ τὰ μάγια του χοροῦ, συσμίγουν ἐπιτήδεια
Νέαν ὠμορφιὰ στὰ κάλλη τους, νέα χάρι στὰ στολίδια·
Ὡς πεταλούδαις, ’ποῦ σιμὰ στὸν κρίνο παιγνιδίζουν,
Κ’ ἐνῷ μίαν αὖρα ὁλόγυρα πετῶντας δὲ συγχίζουν,
Βλέπεις καὶ δείχνουν στὰ φτερά, μὲ τ ἄκοπο παιγνίδι,
Λευκό, γαλάζιο, πράσινο, κάθε βαφῆς πλουμίδι.
Οὔτε τραγοῦδι, οὔτε χορὸς τὴν Εὐδοκιὰ ἐμποδάει,
Μακρόθεν ἀλλὰ ξάστερα, στ’ αὐτιά της ν’ ἀγροικάῃ
Ἀπὸ γλυκὰ λαλούμενα μία τέτοια μελῳδία,
Ποῦ τῆς ἀφίνει τὴν ψυχὴ στοὺς ἄλλους ἤχους κρύα.
«Ἔρχετ’ ὁ Μάνθος, ἔρχεται!» στὸ νοῦ της λογαριάζει
Τὰ χνάρια, ὁποῦ τὸ πόδι του ’ς ὅλο τὸ δρόμο ἀλλάζει·
«Θἆναι—στοχάζεται—κοντὰ στὸ πέρα μοναστῆρι!
Μὲς τ’ ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ! στὴ βρύσι! στὸ γιοφύρι!
Τὰ πρώτα σπίτια ὀγλήγορα τῆς γειτονιᾶς διαβαίνει!
Νάτος! ἐμπῆκε στὴν αὐλή· πετιέται καὶ ἀνεβαίνει!
Σπαρνοῦν τὰ φυλλοκάρδια της· χάμου γυρνάει τὸ βλέμμα·
Πυρομαχοῦν τὰ μάγουλα καὶ ξεσταλάζουν αἷμα·
Ἀλλὰ τ’ ἁγνό της αἴσθημα τοῦ πόθου ἡ ὁρμὴ νικάει,
Τὰ μάτια πάλε ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνει—καὶ ξυπνάει.
Εἶχαν ῥοδίσῃ τὰ νερά· καί, καθὼς ὅλα ἡ ’μέρα
Ἔκαμε τ’ ἄστρα νὰ σβυστοῦν ἀπάνου στὸν αἰθέρα,
Σβυσμένα, εὐθὺς ὁπὤφεξε τοῦ λογισμοῦ κ’ ἡ ἀχτῖνα,
Τὰ ὀνείρατά της ἔμειναν—ἄστρα οὐρανοῦ κ' ἐκεῖνα.