Σελίδα:Μια νύχτα στον κάμπο.djvu/3

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

καλὰ στὰ μάτια καί, λέγοντάς της «γυναίκα μου», τήνε φίλησε δυὸ τρεῖς φορὲς στὸ στόμα. Ἡ Μαριγούλα τραβήχτηκε γρήγορα μέσα, ἔκλεισε τὸ πανωπόρτι κι’ ἐκάθησε στὶς πλάκες τοῦ ἐξοχικοῦ τους τζακιοῦ.

Ἔνοιωθε τὸ πάθος νὰ ξεχειλίζῃ μέσα της, νὰ τὴν τρελλαίνῃ, νὰ τὴν πνίγῃ κι’ ἔκλεισε τὰ μάτια... Ναί! θὰ πάῃ ὅπου τῆς πῇ ὁ ἀγαπημένος της, μακάρι καὶ στὴν ἄκρη τῆς γῆς. Θ’ ἀρνηθῇ ὅλους κι’ ὅλα· θὰ γείνῃ γυναῖκα του ὅπως κι’ ὅπου. Ἡ ζωὴ τῆς χρωστοῦσε αὐτὴ τὴν εὐτυχία ὕστερ’ ἀπὸ τόση καταδρομή, ἀπὸ τόσα ἐμπόδια ποῦ ἔρριξαν ἀνάμεσα σ’ αὐτὴ καὶ στὸ Σταῦρο ὡς καὶ οἱ δικοί της. Ἔνοιωσε τότε μιὰ ζεστασιὰ γύρω της καὶ μιὰ προστασία δυνατώτερη ἀπ’ ὅλες ὅσες μᾶς δίνει ἡ φύση. Καὶ τὸ κῦμα σκαμπανέβαζε μέσα της καὶ τὴν ἔφερνε σὲ χῶρες μαγεμένες.

Ἡ Μαριγούλα περπατοῦσε τώρα σὰν ὑπνωτισμένη, χωρὶς φόβο, σὰ νὰ τὴν ὡδηγοῦσε κάποια ἀνώτερη δύναμη. Κι’ ἔτσι ἐστάθηκε: ἐδῶ ἦταν ὁ κάμπος ποὺ πηγαίνανε στοὺς Μύλους· ἐδῶ θὰ τὴν ἐπερίμενε ὁ Σταῦρος μὲ τὸ ἄλογό του. Ἡσυχία ἐβασίλευε γύρω... Σὲ μιὰ στιγμὴ τῆς φάνηκε πῶς ἄκουσε ἕνα θόρυβο ἀπὸ τίναγμα ζῴου, ποὺ βάζει σὲ κίνηση ὅλη τὴν ἐξάρτηση τῶν λουριῶν του. Καθώς γύρισε, εἶδε, κάμποσα βήματα μακρύτερα, ἕναν ἴσκιο ἀκίνητο, σὰ νὰ παραμόνευε κι’ αὐτός. Μὲς στὸ ἀόριστο σμίξιμο ποὺ ἔκανε τὸ στερνὸ φῶς μὲ τὸ πρῶτο σκοτάδι ὁ ἴσκιος γραφόταν ὁλόϊσος κι’ ὁλόμαυρος.

Ἡ Μαριγούλα χαρούμενη ἔτρεξε μόνη της, ἐλεύτερη τώρα, ἔπεσε σχεδὸν ἀπάνω του:

— Σταῦρο!

Δυὸ μπράτσα τὴν ἀγκάλιασαν... Ὄχι, δὲν τὴν ἀγκάλιασαν, τὴν ἅρπαξαν. Μὰ ἐκείνη ἀμέσως ἔκανε νὰ λευτερωθῇ. Θεὲ καὶ Κύριε! Θὰ ὀνειρεύεται! Τοῦτος ὁ ἄντρας ποὺ τὴ σφίγγει ἀπάνω του χωρὶς νὰ μιλῇ, ποὺ τὰ χνῶτα του μυρίζουν κρασίλας, ποὺ χώνει τὰ χέρια του στὸ λαιμό της καὶ πολεμᾷ νάν τὴ ρίξῃ κάτου, εἶναι ἕνας ξένος, ἕνας ἄγνωστος! Εἶναι τὸ κακὸ πνεῦμα τῶν βάλτων, δὲν εἶναι ὁ Σταῦρος! Ἡ Μαριγούλα βάζει ὅλη της τὴ δύναμη νὰ σωθῇ, ὁ φόβος τὴν ἔχει παραλύση καὶ ἡ καρδιά της λίγο ἀκόμα καὶ θὰ σπάσῃ. Ξάφνου ποδοβολητὸ ζώων ἀκούγεται καὶ μακρινὲς ὁμιλίες.

Ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀφήνει ἀπότομα καὶ κείνη λαχανιασμένη, γυρίζει πίσω, τρέχει τρελλὴ ἀπὸ τὸν τρόμο της, ὥσπου χωρὶς ἀναπνοὴ πέφτει σ’ ἕνα βαθούλωμα, ὄξω ἀπὸ τὸ χτῆμα τους. Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ μαυρολογᾶνε πυκνὲς τοῦφες βούρλων... Ἓξ-ἑφτὰ χωρικοί, καθισμένοι στὰ ζῷα τους, τραβᾶνε γιὰ τὴ χώρα· περνοῦν ἀπὸ κοντά της· κουβεντιάζουν ἥσυχα γιὰ τὶς δουλειές τους, κι’ ἕνας ποὺ μένει κάμποσο πιὸ πίσω πάει κρατώντας τὸ ζῶ του ἀπὸ τὸ σκοινὶ καὶ σιγοτραγουδώντας. Θεέ μου ἑ, πῶς φοβᾶται!.. Δὲ βγάζει ἀναχαματιά! Κι’ ὁ ἀγαπημένος της ποὺ τῆς εἶχε πῆ «μὴ φοβηθῇς;»... Γιατὶ δὲν ἦρθε στ’ ὡρισμένο μέρος; Κάποιο ἐμπόδιο βέβαια... Ὁ τρόμος δὲν ἀφήνει λεύτερη τὴ σκέψη της κι’ ἔτσι δὲ βάζει τὸ κακὸ μὲ τὸ νοῦ της. Ναί... ὁ Σταῦρος δὲν ἦταν ἐκεῖ... ἐκεῖ ἦταν ἕνα στοιχειό!.. Μήπως ἔκανε λάθος;.. μήπως τρελλάθηκε; Ὄχι! Δὲν ὀνειρεύεται. Νά: τὸ φόρεμά της ἀπὸ τὸ λαιμὸ ὣς τὸ στῆθος εἶναι σκισμένο· οἱ ὦμοι της, τὰ μπράτσα της πονοῦνε· τὸ πρόσωπο της καίει, τὴν τσούζει... Σὲ μιὰ στιγμὴ θυμήθηκε τὸ ζῶ της... ναί, κάτι πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ σωθῇ... τὸ πᾶν εἶναι νὰ σηκωθῇ, νὰ κάνῃ δυὸ-τρία βήματα καὶ νὰ μπῇ στὸ χτῆμα τους ἀπὸ τὸ φράχτη.

Ἄξαφνα εἶδε ἕνα φῶς νὰ περπατάῃ· κάποιος ἐρχόταν μ’ ἕνα φανάρι στὸ χέρι· τὸ φῶς ἔρριχνε μιὰ τρεμουλιάρικη λάμψη στὸ δρόμο, σχεδιάζοντας καταγῆς μακριοὺς μακριοὺς τοὺς ἴσκιους τῶν τενεκεδένιων πλευρῶν του. Σὲ μιὰ στιγμὴ αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν, σήκωσε τὸ φανάρι ψηλά, τὄφερ’ ἕνα γῦρο καὶ πάλι τὸ κατέβασε προχωρώντας. Στὸ λιγοστὸ ἀντιφέγγισμα, ἡ Μαριγούλα γνώρισε τὸν παπὰ-Δημήτρη καὶ παρηγορήθηκε. Ἀνακάθησε στηρίζοντας τὸ χέρι κατάχαμα γιὰ νὰ σηκωθῇ, τὴν ὥρ’ ἀκριβῶς ποὺ τὸ φῶς τοῦ φαναριοῦ ἔπεφτε πλέριο ἀπάνω της. Ὁ παπὰς ἔσκυψε. —Ποιὸς εἶν’ αὐτοῦ: ἔκαμε παραξενεμένος. Ἐσύ ’σαι, Μαριγούλα;... Πῶς,.. ἔπεσες;.. ἀπὸ τὸ φράχτη; Μνήσθητί μου, Κύριε! σταυροκοπήθηκε ὁ σεβάσμιος γέρος.

Τήνε βοήθησε νὰ σηκωθῇ. — Χτύπησες