καὶ τοὺς ξανάγραφε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ νησιοῦ. Γιατί, σὰν ἀρφάνεψε ἡ Μαριγούλα ἑφτὰ χρονῶ ἀπὸ μάνα, τὴν ἔκλεισε ὁ πατέρας της—εὐκατάστατος νοικοκύρης—στὸ μοναστήρι τοῦ ἀντικρυνοῦ νησιοῦ. Δὲν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναπαντρευτῇ, οὔτε καὶ νὰ μπάσῃ γυναίκα σπίτι του· μὰ δὲν ἤθελε καὶ νὰ δῇ τὴ Μαριγούλα του νὰ παίρνῃ τοὺς δρόμους ἄπλυτη, ἀχτένιστη, κουρελιασμένη· μὲ λίγα λόγια: χωρὶς μάνα. Ἐνῷ ἐκεῖ μέσα, στὸ σχολειό, δὲ θἆχε μιὰ μάνα, θἆχε πολλές. Θὰ μάθαινε τρόπους, θὰ μάθαινε γράμματα, κ’ ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια, ἄν τὸν ἄφηνε ὁ Θεὸς νὰ ζήσῃ, θἄμπαζε σπίτι του μιὰ τέλεια νοικοκυρά, ὅπως κι’ ἔγεινε. Ἡ Μαριγούλα ἤτανε τώρα σπίτι της ἡ μητέρα. Ταπεινὴ κι’ ἀπερηφάνευτη, μὰ ἄρχοντικιὰ καὶ καλοδιάθετη. Σὰν κατέβαιναν κάθε καλοκαίρι ἀπὸ τὴ χώρα στὸ ἥσυχο λιμανάκι τους, δινόταν ὁλόκληρη στὶς γοητεῖες τῆς ἐξοχῆς. Τραβοῦσε κουπὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της, ἔτρεχε στ' ἀμπέλια τους. «δάβριζε» τὰ μύγδαλα μαζὶ μὲ τὶς ἐργάτισσες κι’ ἅπλωνε σῦκα πάνω στὶς ἀφάνες. Μὰ πιὸ πολὺ ἀγαποῦσε τὸ ζῶ της, τὸ γαϊδουράκι της, ποὺ τὄλυνε κάθε πρωῒ ἀπὸ τὸ σπαρμένο τους καὶ τὄδενε πάλι ἐκεῖ κάθε βράδι μόνη της.
Κ’ ὕστερ' ἀπ’ ὅλα τοῦτα, νὰ σοῦ λένε «ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας!» Τώρα, γιατὶ δὲν τὴ θέλανε οἱ δικοί του;.. Μά, δὲν ἔχει «γιατί»· ἔτσι. Ἂν τοὺς ρωτοῦσες, θ’ ἀραδιάζανε ἕνα σωρὸ αἰτίες. «Καὶ ἐν πρώτοις: ποῦ ἀκούστηκε νὰ παντρευτῇ αὐτὸς καὶ ν’ ἀφήσῃ πίσω του τὴ μεγαλύτερη ἀδελφή του; Δὲν τὸ καταλάβαινε καὶ μόνος του πῶς ἕνα τέτοιο κάμωμα θὰν τῆς φαρμάκωνε τὴν κοριτσίστικη φιλοτιμία της, θὰν τὴν ἔβαζε στὸν τάφο της;» Ἄκου τώρα κουβέντες καὶ μεσαιωνικὲς ἀντιλήψεις!
Σὰ νὰ ἔχῃ καμμιὰ σημασία ποιὸς θὰ παντρευτῇ πρῶτος, ποιὸς ὕστερα καὶ ποιὸς καθόλου!.. «Καὶ ἔπειτα, τί τρόπος ἦταν αὐτὸς νὰν τὴ μπάζουνε στὸ σπίτι τους μὲ κείνη τὴν εἰλικρίνεια, μὲ κείνη τὴν καταδεχτικὴ συγκατάβαση μόνο καὶ μόνο γιατὶ φαινότανε ταπεινή, κι’ αὐτὴ νὰ φερθῇ ἔτσι διπρόσωπη, καπάτσα, ξεσκολισμένη...» κι’ ἄρχιζε ὁ κατήφορος γλιστερός, ὥσπου φτάναμε στὶς γενεαλογίες καὶ στὰ οἰκόσημα.
Μὰ τὴν τελευταία φορὰ τὸ γλίστρημα ἤτανε τόσο ὁρμητικὸ καὶ ὁ σωρὸς στὴν ἄκρη εἶχε μαζευτῆ τόσο πυκνὸς καὶ τόσο ψηλός, ποὺ ὅλοι σὲ μιὰ στιγμὴ, ἔνοιωσαν τὸν κίνδυνο, καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις του. Τότε κι’ ὁ Σταῦρος ἔσπασε καὶ τὸν τελευταῖο δισταγμὸ κι’ ἔτρεξε στὸν πατέρα τῆς Μαριγούλας ἀποφασιστικός.
Ὁ κὺρ-Γιώργης τόνε κοίταξε καλὰ στὰ μάτια μὲ φανερὴ συμπάθεια καὶ μ’ ἕν’ ἀλαφρὸ ἀνασήκωμα τῶν φρυδιῶν, σὰ νὰ βασάνιζε τὴ σκέψη του νὰ βρῇ ἀπόκριση σὲ κάποια του ἀπορία. Ὕστερα ἔσκυψε κοιτάζοντας τὸ κομπολόϊ του, ἔκανε νὰ χαϊδέψῃ μιὰ χάντρα καί, σηκώνοντας ἀπότομα τὸ κεφάλι, ρώτησε:
— Τὸ ξέρουν οἱ γονιοί σου;
— Τὸ ξέρουν, ἀποκρίθηκε σαστισμένος ὁ Σταῦρος.
— Τότε... ποὖναι τους;
Ὁ νέος ἀποσβολώθηκε.
Ὁ πολύπειρος πατέρας ξαναρώτησε:
— Δὲ θέλουν;
— Ὄχι! εἶπε τώρα μὲ εἰλικρίνεια καὶ ὁ νέος.
— Ἔ, τότε δὲ θέλω κι’ ἐγώ, ἔκαμε ὁ γέρος μὲ κάποιο τόνο προσβλημένης φιλοτιμίας. Εἶπε κι’ ἄλλα λόγι’ ἀκόμα γνωστικά... φαίνεται πῶς τοῦ ἔβαζε κάποιους ὅρους... πῶς τοῦ ἔδινε τράτο μαζί μὲ κάποιες ἐλπίδες μελλοντικές... Μὰ ὁ Σταῦρος ἔνοιωσε κάτι μέσα του σὰ ν’ ἀναποδογυρίστηκε ὅλη του ἡ ὕπαρξη, καὶ τότε συλλογίστηκε τὸ θάνατο. Γι' αὐτό, τὸ ἄλλο πρωΐ, καθώς μιλοῦσε στὴ Μαριγούλα, δίνοντάς της τὶς παραγγελίες του, τοῦ φαινόταν πῶς ἔπαιζε τὴ ζωή του μονὰ ἢ ζυγά. Ἂν ἀρνιόταν κι’ αὐτή, ἄν ἔλεγε ὄχι, μὰ θὰ πέθαινε κεῖ, μπροστά της, τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι! Καὶ τὰ μάτια του ἄναβαν κι’ ἔσβυναν μὲ μιὰν ἀγριάδα, σὰ νὰ εἶχε ἀλλάξη ὁ τρόπος τῆς σκέψης του.
Ἡ Μαριγούλα τὰ θυμόταν τώρα τὰ μάτι’ αὐτὰ κι’ ἔνοιωθε σὲ ὅλο της τὸ κορμὶ ἕναν ἡδονικὸ τρόμο, μεγαλωμένο ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς νύχτας ποὺ ἄρχισε νὰ πυκνώνεται γύρω της. «—Μὴ φοβηθῇς, τῆς εἶχε πῆ, ἐγώ θἆμαι κεῖ ἀπὸ νωρὶς μὲ τἄλογο». Κι' ἀμέσως μὲ τὰ λόγια τοῦτα ἔσκυψε στὸ πανωπόρτι καὶ τῆς ἀγκάλιασε τὸ κεφάλι. Τήνε κοίταξε σὰν τρελλὸς καλὰ-