Σελίδα:Μια νύχτα στον κάμπο.djvu/1

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Ἡ Μαριγούλα, κρατώντας τὸ ζῶ της ἀπὸ τὸ σκοινί, προχωροῦσε θαρρετὰ μὲς στὰ πρῶτα σκοτάδια τῆς καλοκαιριάτικης νύχτας. Θεϊκιὰ γαλήνη ἔζωνε ὅλα τὰ πάντα. Δὲν ἀκουγόταν οὔτε θάλασσας μούρμουρο, οὔτε δέντρων θρόϊσμα. Μόνο ἀπὸ τοὺς τρυφεροὺς κλώνους τῶν ἀλυγαριῶν κι’ ἀπὸ τὸ πύκνωμα τῶν δασωμένων ἀσταχυῶν ἀνέβαινε κατανυχτικὴ ἡ εὐωδιὰ τῆς σιωπηλῆς ἐξοχῆς.

Μὰ ἡ Μαριγούλα, κεῖνο τὸ ἀπόβραδο, δὲν ἔνοιωθε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα τοῦτα· ὁ νοῦς της δὲν εἶχε ἄλλη αἴσθηση παρὰ τῆς ὥρας καὶ τοῦ τόπου. Σὲ μιὰ στιγμή, ἀφοῦ ἔδεσε τὸ ζῶ της μὲς στὸ χτῆμα τους, κοντὰ στὸ χόρτο, στάθηκε δισταχτική: ὄχι, δὲν ἔκανε λάθος... τὸ θυμόταν καλά. Τὸ πρωΐ, ὅσο ὁ Σταῦρος τῆς ἔδινε τὶς παραγγελιές του, τόσο αὐτὴ τὸν ἄκουε μὲ τὰ μάτια τεντωμένα καὶ μὲ τὸ νοῦ ξεκαθαρισμένο ἀπὸ κάθε ἄλλη σκέψη: «—Μόλις πάρῃ νὰ νυχτώσῃ, ἐσὺ θὰ λύσῃς τὸ ζῶ σας καὶ θὰ πὰς νὰ τὸ δέσῃς στὸ χωράφι σας, ὅπως κάθε βράδι· ὕστερα δὲ θὰ γυρίσῃς στὸ μαγαζί σας· θὰ τραβήξῃς ἴσ’ ἀπὸ τὸ μονοπάτι μὲ τὶς ἀλυγαριὲς καὶ θὰ βγῇς στὸν κάμπο ποὺ πηγαίνουμε στοὺς Μύλους· μ’ ἀκούς; — Ναί, ναί», τοὔλεγε κείνη κι’ ἔνοιωθε τὰ δόντια της νὰ σφίγγωνται ἀπὸ μιὰν ἀνεπάντεχη ταραχὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὴν κρύψῃ γιὰ νὰ μὴ τὸν ταράξῃ κι’ αὐτόνε τὴν τελευταία στιγμή. Δὲν ἤτανε καθόλου γλυκὸς ὅσο τῆς μιλοῦσε, ὅπως ἄλλες φορές. Τὰ μάτια του ἄναβαν κι’ ἔσβυναν μὲ μιὰν ἀγριάδα σὰν τὴν κρυφὴ φωτιὰ ποὺ τὴ δυναμώνει ξαφνικὸς ἄνεμος. Ἔτσι ὡρμοῦσε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ νέου ὁ θυμὸς καὶ τὸ πεῖσμα ἐνάντια στοὺς δικούς του ποὺ ἀντιστέκουνταν στὴν εὐτυχία του. Καὶ ἡ ἄρνησὴ τους γινόταν πάντα μ’ ἕναν τρόπο προσβλητικὸ γιὰ τὴ βαθειά του ἀγάπη. «—Ἐσύ...» τοῦ ἔλεγε ἡ μάνα του, «ὁ γυιὸς τοῦ Δημάρχου, νὰ πάρῃς τὴν κόρη ἑνὸς μπακάλη, τὴν ἀδερφὴ ἑνὸς βαρκάρη!.. Μά, Θεέ μου!.. δὲν ἀνοίγει καλύτερα ἡ γῆς νὰ μᾶς καταπιῇ ὅλους! — Μὰ ὄχι δά, μαμά», ἀποκρινόταν ἡ κόρη της ποὺ τὴν πείραζε ἡ φοβερὴ αὐτὴ εὐχὴ τῆς μητέρας, «δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μᾶς καταπιῇ ὅλους ἡ γῆς, ἐπειδὴ ὁ Σταῦρος θέλει νὰ εἶναι ὁ ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας! —Καὶ σὺ πάλι τὶ ἐφαντάστηκες», τῆς εἶπε ὁ Σταῦρος μὲ μιὰ φοβερὴ γαλήνη καὶ ρίχνοντας μὲς ἀπὸ τὰ μισοκλεισμένα του βλέφαρα μιὰ λοξὴ ματιὰ στὴ μητέρα του, «τὶ θαρεῖς πῶς εἶσαι... νά; ἀπόγονοι τσαρουχάδων. Ἡ γιαγιά σου ἔβοσκε χῆνες μὲ τὸ καλάμι!» Καὶ μὲ τὰ λόγια τοῦτα ἄνοιξε τὴν πόρτα κι’ ἔφυγε, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃ τὴν ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ δώσῃ κι’ αὐτὸς ἄλλη χειρότερη κι’ ἀναγκαστῇ νὰ κάνῃ πρᾶμα ποὺ θἄφερνε καμμιὰ καταστροφή· γιατί, μὰ τὸ Θεό, ἔνοιωθε τὶς φλέβες του νὰ χτυποῦνε δυνατά, ἀκανόνιστα, κι’ ἕνα σύννεφο κόκκινο νὰ περνάῃ ἀπ’ τὰ βουρκωμένα μάτια του. Ὣς τόσο στὸ διάδρομο κοντοστάθηκε· ἄκουσε ἕνα μετακίνισμα καρεκλῶν, ἕν’ ἄνοιγμα πόρτας ποὺ χτύπησε δυνατά, ὕστερα ἕνα κατρακύλισμα...

Κατέβηκε τὶς σκάλες δυὸ-δυό, σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἀποφύγῃ κανένα κίνδυνο. Καθὼς ἄνοιξε τὴν ὀξώπορτα γιὰ νὰ βγῇ, ἡ σκοτεινὴ σκάλα φωτίστηκε ἀπὸ ψηλά. Κατάλαβε πὼς κάποιος ἔβγαζε φῶς γιὰ νὰ τὸν φωνάξῃ· μὰ αὐτὸς πήδησε ἔξω καὶ χάθηκε στὸ δρόμο.

Ἄχ, ἐκεῖνο ποὺ τόνε πείραξε πιότερο, δὲν ἤτανε τόσο τὰ λόγια τῆς μάνας του, ὅσο ἡ φαρμακερὴ εἰρωνεία τῆς ἀδελφῆς του: «ἀγαπητικὸς τῆς βοσκοπούλας!» Καὶ νὰ συλλογᾶται πῶς αὐτὲς πρῶτες ἐρωτευτήκαν τὴ Μαριγούλα!.. Ἡ ἀδελφή του τὴν πρωτόφερε σπίτι τους, «νὰ δοῦνε αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς ἀρχοντιᾶς», ὅπως τοὺς ἔγραφε