Σελίδα:Μια νύχτα στον κάμπο.djvu/4

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

πολύ;.. ὄχι;.. Ἔλα τότε μαζί μου... τὸν ἴδιο δρόμο θὰ κάνουμε. —Ἡ Μαριγούλα τὸν ἀκολουθοῦσε ἀργὰ-ἀργά. — Μὲ φώναξαν στοῦ Δημάρχου, ξακολούθησε ὁ παπὰς πηγαίνοντας μπρός· ἔπεσε ὁ καϋμένος ὁ γυιός του ἀπὸ τ’ ἄλογο στὸ γκρεμὸ καὶ σκοτώθηκε.

Ὁ παπὰς κοντοστάθηκε σὰ νὰ περίμενε ἀπόκριση.

—Ἔρχεσαι, Μαριγούλα; ἔκαμε μισογυρνώντας τώρα, γιατὶ τοῦ φάνηκε πῶς τὸ κορίτσι στάθηκε.

—Ἔρχομαι, ἔκαμε κείνη κοντανασαίνοντας.

—...Λογοφέρανε, λέει, μὲ τὴ μητέρα του τ’ ἀπομεσήμερο κι’ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του θυμωμένος. Ἐκείνη ἀνησύχησε κι’ ἔστειλε τὸ δραγάτη τους νὰν τόνε βρῇ· ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἀργοῦσε νὰ γυρίσῃ, ἡ δημαρχίνα ἔτρεξε μόνη της. Ἄξαφνα τὸν εἶδε ποὺ τραβοῦσε κατὰ τοὺς Μύλους καὶ τοῦ βγῆκε, λέει, μπροστὰ μὲ μεγάλες φωνές. Τὸ ἄλογο ἔκανε πίσω ξαφνιασμένο καὶ τὸ παιδὶ ἔπεσε μὲ τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ προφτάσουνε νὰ καταλάβουνε πῶς...

Ὁ παπὰς σώπασε λίγο καὶ μουρμούρισε σιγὰ-σιγά: «Μέγας εἶσαι Κύριε!.. » σὰ νὰ ζητοῦσε ἔλεος γιὰ τοὺς πονεμένους καὶ συγνώμη γιὰ τὴ θλίψη ποὺ τοῦ ἀναστάτωσε τὴ γαλήνη τῆς ψυχῆς του. Κ’ ὕστερα, γυρνώντας πάλι, εἶπε δυνατώτερα:

— Μπορεῖς, παιδί μου νὰ περπατήσῃς πιο γρήγορα;

— Μπορῶ, ἀκούστηκε ἀδύνατη ἡ φωνὴ τῆς Μαριγούλας.

Τὴν ὥρα ἐκείνη οἱ μαῦροι ὄγκοι τῶν βουνῶν φάνηκαν πιὸ μαῦροι μὲς στὸ βάθος τ’ οὐρανοῦ ποὺ ἄρχισε νὰ φωτίζεται. Τὸ φεγγάρι σὲ λίγο πήδησε θριαμβευτικό, δείχνοντας τὸ χρυσόλαμπο πρόσωπό του καὶ σπαθίζοντας πέρα ὥς πέρα τὴ σκοτεινὴ θάλασσα. Μὲς στὴ θεία ἐκείνη γαλήνη ὁ ἀνθρώπινος πόνος σουρνόταν στὸ χῶμα βουβὸς καὶ ἀνήμπορος.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ