Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/44

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42
Η ΜΕΛΕΤΗ

πρόσωπα τώρα, ποῦ τοὺς εἶναι βέβαια προσφιλέστερα ἀπὸ ἐμένα. Οἱ ἄλλοι μ’ ἀνέχονται ἐν ὅσῳ μπορῶ ἀκόμη καὶ τοὺς εἶμαι εὐχάριστος. Μιὰ ’μέρα ποῦ δὲν θ’ ἀκούω πειὰ καλά, ποῦ δὲν θὰ βλέπω πειὰ καλά, ποῦ δὲν θ’ ἀντιλαμβάνωμαι πειὰ καλά, θὰ μ’ ἐγκαταλίπουν βέβαια κι’ αὐτοί. Καὶ θὰ μ’ ἀπομείνῃ τότε ἡ ἀγάπη ἐκείνων, ποῦ ἐλπίζουν ἕνα μερίδιο...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κύριε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὤ, ἔννοια σου Χρηστίνα. Δὲν τὸ λέγω αὐτὸ γιὰ σένα. Ξέρω πῶς σὺ μ’ ἀγαπᾷς μὲ εἰλικρίνεια.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κάνω ὅ, τι μπορῶ γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Κύριο, σὰν πτωχὴ ὑπηρέτρια πάντα ποῦ εἶμαι.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καὶ σ’ εὐγνωμονῶ γι’ αὐτό, Χρηστίνα. Εἶσαι πολὺ καλὴ καὶ στάθηκα ἀλήθεια τυχερὸς νὰ βρῶ μιὰ νοικοκυρὰ ὡσὰν ἐσένα νὰ μὲ φροντίζῃ. Ἄν ἕλειπες δὰ κι’ ἐσύ! Δὲν θἄχα κανένανε στὸ κόσμο.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κι’ ὅμως γιὰ τὸν Κύριο, δὲν ἦταν τόσο δύσκολο... (Διστάζει νὰ προχωρήσῃ).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Νἄχω κι’ ἐγὼ μιὰ οἰκογένεια, ὅπως ὅλ’ οἱ ἄλλοι;...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὁ κύριος ἤτανε πάντα τόσο καλὸς καὶ τόσον εὐκατάστατος... Ἴσως ἡ τύχη μάλιστα νὰ τοὔφερε μπροστὰ μιὰ ἄξια κοπέλλα... (Ὁ Φίλιππος δὲν ἀπαντᾷ). Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θὰ ἦθέλησε... (Ὁ Φίλιππος μένει καὶ πάλιν σιωπηλός). Ὤ, Κύριε! Πόσον καλὰ θὰ ἦταν ἄν εἴχαμ’ ἐδῶ μέσα μιὰ καλὴ Κυρία, κι’ ἀντὶς ποῦ σᾶς ’μιλῶ ἐγώ, σᾶς ὡμιλοῦσ’ ἐκείνη μὲ τὴ γλυκειά της τὴ φωνὴ. Κι’ ἦταν ἀκόμη δυὸ ἀγγελούδια, τὸ μεγαλείτερο μ’ ἕνα βιβλίο, τὸ πειὸ μικρὸ μ’ ἕνα παιχνίδι, σιμὰ σ’ αὐτὴ τὴν ὡραία φωτιά. Ὤ, τότε βέβαια δὲ θὰ σᾶς ἔλεγα κ’ ἐγώ, νά πᾶτε μετὰ τὸ φαεῖ στὴ Λέσχη, κι’ ἴσως τότε νὰ πέρνατε ἕνα φλυντζάνι τσάϊ, ἂν σᾶς τὤδινε μὲ τὰ λευκά της χέρια ἡ καλὴ ἐκείνη Κυρία. Καὶ τὸ χιόνι αὐτὸ ποῦ πέφτει ἀπόψε ἔξω, θἄταν κι’ αὐτὸ μιὰ εὐτυχία... (Σκουπίζει ἕνα δάκρυ. — Μακρὰ σιγή).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τὸ ἀπόγευμα εἶχα πάει εἰς τὸ ξενοδοχεῖον νὰ ’δῶ ἐκεῖνον τὸν Κύριο μὲ τὴν Κυρία ποῦ εἶχαν ἔλθῃ τὴς ἄλλαις νὰ μὲ ζητήσουν. Θυμᾶσαι ποῦ μοὖπες;