ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Μάλιστα, Κύριε. Αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Οἱ φίλοι σας.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λοιπόν... Κάθησε Χρηστίνα.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Δὲν πειράζει, Κύριε.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὄχι, κάθησε. Ἐγὼ δὲν σὲ θεωρῶ ἁπλῆ ὑπηρέτρια.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Καθημένη μὲ πολὺ σέβας). — Εὐχαριστῶ, Κύριε.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λοιπόν, ἔπρεπε νά ἔβλεπες. Τί ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο! Τοὺς βρῆκα στὸ ἀναγνωστήριο. Ἐκάθηντο ὁ ἕνας κοντά στὸν ἄλλον κι’ ἐφυλλομετροῦσαν τὰ περιοδικά. Καὶ σὲ κάθε εἰκόνα ποῦ βλέπανε: «— Ἄχ, ξεφωνοῦσαν, δὲν μοιάζει αὐτὸ τὸ ἀγοράκι τοῦ Τέλη μας!; — Αὐτὸ τὸ κοριτσάκι δὲν εἶναι ἴδια ἡ Νινίκα μας!; — Αὐτὴ ἡ βεράντα δὲν εἶναι ἐντελῶς σὰν τοῦ σπιτιοῦ μας!;», καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα λόγια, τέτοια λόγια, ποῦ ἐφανέροναν τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωσι, τόση εὐτυχία! Ἐστάθηκα ἀπ’ ἔξω λίγαις στιγμὲς ἀκούοντας αὐτὴ τὴ φλυαρία δύο ψυχῶν ποῦ τὴς συνέδεον τόσο ἁρμονικὰ αἱ ἀναμνήσεις καὶ τὰ ὄνειρα, ὁ Τέλης τους, ἡ Νινίκα τους καὶ τὸ σπιτάκι τους μὲ τὴ βεράντα. Καὶ ἔπειτα... ἔφυγα. Ἔφυγα χωρὶς νὰ πῶ λέξι, κρυφά, κρατῶντας τὴν ἀναπνοή μου, μὲ φόβο μήπως ἕνα τρίξιμο ποῦ θὰ ἐπρόδιδε τὴν παρουσία μου ταράξῃ, καταστρέψῃ, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ, ὅλη ἐκείνη τὴν εὐτυχία. Τί γύρευα πράγματι ἐγὼ μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ περιβάλλον; Δὲν ἤμουν ἕνας ξένος, ἕνας περιττός ἕνας ἐχθρός, ἂν θέλῃς;
ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὤ, Κύριε! Γιατί λέτε αὐτὰ τὰ λόγια; Ἐκεῖνοι φαίνονται νὰ σᾶς ἀγαποῦν τόσο πολύ!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ — Ναί, δὲν σοῦ λέγω... Μὰ ἤμουν περιττὸς ἐκείνη τὴ στιγμή.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Μετὰ μικρόν). — Καὶ θὰ μείνουν πολὺ ἀκόμη στὸν τόπον μας αὐτοὶ οἱ ξένοι, Κύριε;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἦρθαν νὰ πάρουν κἄποια μικρὴ κληρονομιὰ ἑνὸς μακρυνοῦ συγγενοῦς των. Ἡ δουλειά τους εἶναι σὲ καλὸ δρόμο. Σὲ ’λίγαις ἡμέραις ἐλπίζουν νὰ τελειώσῃ καὶ τότε θὰ φύγουν πάλι γιὰ τὸ ἐξωτερικό, σὲ μιὰ πόλι ποὖν’ ἐγκατεστημένος ὁ φίλος μου καὶ ὅπου τὰ παιδιά τους τοὺς περιμένουν.