Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/46

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
44
Η ΜΕΛΕΤΗ

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Θὰ τοὺς γνωρίζετε βέβαια καὶ τοὺς δύο ἀπὸ νέος...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὲ τὸν Κύριο ἐσπουδάζαμε μαζὶ εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἦταν ἕνας νέος μὲ λαμπρὰ αἰσθήματα καὶ πῆρε ἀπὸ ἐκτίμησι τὴ γυναῖκα ποὔχει.

ΧΡΗΣΤΙΝA. — Τί ἔμορφη Κυρία ποῦ εἶναι!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἔπρεπε νὰ τὴν ἐγνώριζες στὰ νειάτα της. Ἦταν πολὺ ὡραία. Ξανθή, λιγάκι ὡχρά, καὶ τί καλή! Ἄχ! δὲν ξέρεις τί καλή! Στὸ στόμα της ἀνθοῦσε πάντα ἕνα χαμόγελο. Τώρα ἔχει κι’ αὐτὴ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ ᾑ ῥυτίδες ἀρχίσαν ν’ αὐλακόνουνε τὸ πρόσωπο. Μόνο τὸ γέλοιο της ἐξακολουθεῖ ἀκόμα, χωρὶς ἴσως τὸ θέλγητρο ποῦ εἶχε ἄλλοτε, μὰ πάντα τόσο ἀγαθό! Εὐτυχισμένος ποῦ εἶναι ὁ φίλος μου νἄχῃ τέτοια γυναῖκα. Στὴ θέσι του πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα! (Ὡς ἐν ἐκστάσει): Πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα!...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Πόσο σᾶς κοστίζει τὸ παράδειγμά τους, Κύριε. Γι’ αὐτό, ἆρά γε, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἤρθανε...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ζωηρῶς). — Ὄχι, σοῦ εἶπα! Δὲν εἶν’ αὐτό. Εἶναι ὁ καιρός, αὐτὸς ὁ κακὸς καιρὸς ποῦ μὲ κρατεῖ κλεισμένο ἐδῶ μέσα σὰν νἆμαι ἄρρωστος, ἐν ᾧ ἐγὼ εἶμαι καλά! Εἶμαι καλά! Εὐτυχῶς χιονίζει ἀπόψε, χιονίζει πολύ, καὶ αὔριο θἄχουμε καλὴ ἡμέρα. Αὔριο θὰ βγῇ πάλι ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα θὰ εἶναι λησμονημένα... (Ἀκούεται θόρυβος ἁμάξης).

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἀκροωμένη). — Ἕν’ ἁμάξι στάθηκε! (Κωδωνισμός). Ἡ πόρτα!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐγειρόμενος). — Ποιὸς νἆνε μὲ τέτοιο καιρό!... (Τρομάζει. Ἡ Χρηστίνα ἐξέρχεται).


ΣΚΗΝΗ Β΄
ΦΙΛΙΠΠΟΣ, ΧΡΗΣΤΙΝΑ, ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ.

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἐμφανιζομένη τρέχουσα εἰς τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας). — Κύριε! Εἶναι οἱ ξένοι, οἱ φίλοι σας ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό! (Παραμερίζει).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Σπεύδων πρὸς τὴν θύραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμφανίζονται ὁ Κώστας καὶ ἡ Ἰουλία). — Κώστα! Κυρία Ἰουλία!