ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εὐχαριστῶ. Θὰ μοῦ χαλάσῃ τὴν ὄρεξι. Kαὶ ἔχω τόσον ὀλίγη ἀπόψε...
ΧΡΗΣΤΙΝA (Μετὰ μικρὸν δισταγμόν). — Ἡ ἀλήθεια εἶναι, πῶς μιὰ ’βδομάδα τώρα ὁ Κύριος δὲν ἔχει διόλου ὄρεξι.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀνακινούμενος). — Ναί!... Δὲν εἶμαι τόσον καλά. ... Ἴσως ἀπὸ τὸν καιρό. Πῶς κρυόνω! Κι' ὅμως ὅταν χιονίζῃ, λέγουν, δὲν κάνει τόσο κρύο. Φέρνεις, σὲ παρακαλῶ, ὀλίγα ξύλα ἀκόμα;
ΧΡΗΣΤΙΝA. — Εὐχαρίστως Κύριε. (Ἐξέρχεται καὶ ἐπανέρχεται μετ’ ὀλίγον κομίζουσα ξύλα). Τὸ στρόνει Κύριε ἔξω! Θεέ μου! Τί κρύο! Τί καιρός!
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καλλίτερα ποῦ χιονίζει. Θὰ ξεθυμάνῃ καὶ αὔριο θἄχουμε καλὴ ἡμέρα.
ΧΡΗΣΤΙΝA (Ῥίπτουσα ξύλα στὴ φωτιά). — Θὰ πᾶτε μετὰ τὸ φαεῖ στὴ Λέσχη, Κύριε;
ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Δυσθύμως). — Ποῦ νά πάω μ’ αὐτὸν τὸν καιρό! Θὰ πέσω καλλίτερα νὰ κοιμηθῶ.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ἄλλοτε κανένας καιρὸς δὲν τὸν κρατοῦσε τὸν Κύριο ἀπὸ τὴ Λέσχη.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Αἴ, μὴ κυττᾷς ἄλλοτε. Τώρα πειὰ δὲν εἶμαι νέος. Κι’ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο...
ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἐγειρομένη). — Ἂν ἠθέλατε, θὰ εἰμποροῦσα νὰ φωνάξω ἕνα ἁμάξι...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὰ τὶ ἐπιμονή! Θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ στείλῃς στὴ Λέσχη!
ΧΡΗΣΤΙΝA. — Λέω πῶς διασκεδάζετε λιγάκι ἐκεῖ, Κύριε. Εὑρίσκετε ὅλους τοὺς φίλους σας...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τοὺς φίλους μου! (Μ’ ἕνα πικρὸ γέλοιο). Ξέρεις τί λέω κι’ ἐγὼ λοιπόν, καλὴ μου Χρηστίνα; Νά· θὰ πεθάνω μιὰ μέρα, καὶ κανεὶς δὲ θὰ κλάψῃ γιὰ τὸ γέρω-Φίλιππο.
ΧΡΗΣΤΙΝA. — Κύριε!...
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Χά! χά! χά! Δὲν εἶναι ὅμως εὐχάριστο αὐτό; Νὰ μὴν ἀφήσῃς σὲ κανέναν λύπη!
ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Πῶς λέτε αὐτὰ τὰ λόγια, Κύριε!
ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἶναι ἡ ἀλήθεια. (Σὰν νὰ ’μιλῇ μάλλον πρὸς τὸν ἑαυτόν του): Οἱ παλῃοί μου φίλοι ἔχουν γύρῳ τους ἄλλα