Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/96

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 90 —

δυνάμεις, περιουσίαι καὶ ὀνόματα, κατέφυγεν εἰς κωμόπολιν, ἐκεῖ δὲ ἐξεδηλώθησαν, ἐν ὅλῃ αὐτῶν τῇ λαμπρότητι, τῆς ψυχῆς του οἱ θησαυροί. Νὰ παρηγορῇ, νὰ ὑποστηρίζῃ, νὰ θεραπεύῃ ἦτο ἡ μόνη καὶ ἀναλλοίωτος μέριμνά του. Ἡ ἀγάπη, δι’ ἧς ὁ μικρόκοσμός του τὸν περιέβαλλε, ἦτο δι’ αὐτὸν ἀμοιβὴ ἀνωτέρα οἱασδήποτε ἄλλης.

Εἶχε καὶ μίαν γλυκεῖαν ἀνάμνησιν. Εἰς τὰ μικρά, τὰ σχολικά του ἔτη, εἶχε συνδεθῆ μὲ φιλίαν στενὴν μ’ ἕνα του συμμαθητήν, μικρότερον τὴν ἡλικίαν, πολὺ δὲ ἀνόμοιόν του τὸν χαρακτῆρα. Ὁ Ἰσίδωρος ἦτο ἐλαφρόνους, ἀκατάστατος, ἄτακτος, σκανδαλοποιός, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν mauvais sujet. Ἦτο ὅμως ζωηρότατος, εὔθυμος, γλυκύς. Καὶ τὸν Ἰσίδωρον αὐτὸν ἠγάπησε πολὺ ὁ Κλέων. Καὶ τὸν ἐβοήθει εἰς τὰ μαθήματα καὶ εἰς ὅ,τι ἄλλο ἠδύνατο. Αὐτὸς ὁ ἔχων τόσην ἀνάγκην βοηθείας. Ἠγάπα καὶ ὁ Ἰσίδωρος τὸν Κλέωνα, δὲν ἐννοοῦσε ὅμως καὶ νὰ ἐνοχληθῇ πρὸς χάριν του, ἐνῷ ὁ Κλέων πολλὰ ὑπέφερεν ἐξ αἰτίας του. Ἦτο πτωχὸ παιδὶ ὁ Ἰσίδωρος, ὁσάκις δέ, σπανιώτατα, ἔλεγεν εἰς τὸν Κλέωνα, μὲ κωμικὴν σοβαρότητα, ὅτι δὲν ἤξευρε τί θ’ ἀπεγίνετο, ὁ Κλέων ἐμελαγχόλει. Καὶ ἐδοκίμασεν ἀληθῇ ὀδύνην, ὅταν μίαν ἡμέραν ἔλαβε δύο λέξεις του, δι’ ὧν τὸν ἐπληροφόρει ὅτι φεύγει μακράν, εἰς ἀναζήτησιν τύχης. Ἔκτοτε τὸν ἔχασε καὶ παρέμεινεν εἰς τὴν μνήμην του τὸ σχολικὸν τοῦτο ἐπεισόδιον ὡς γλυκύπικρος ἀνάμνησις.

Ὁ καιρός παρήρχετο ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀσχολιῶν του τῶν ἐπιστημονικῶν, τῶν κόπων του τῶν ἀνενδότων. Δὲν ἐβράδυνεν ἐν τούτοις νὰ ἐννοήσῃ, νὰ πεισθῇ, ὅτι ἡ φύσις ἔχει τὰς ἀπαιτήσεις της, τὰ δικαιώματά της. Ὁ θετικὸς Κλέων ἤρχησεν ἀπό τινος ν’ ἀλλοφρονῇ, ν’ ἀφαιρῆται. Ἐπάλαισε κατὰ τῶν νέων τούτων σκέψεων, ἀλλ’ ἐξῆλθεν ἡττημένος ἐκ τῆς