Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/95

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 89 —

θώνει νὰ πεισθῇ, ὅτι οἱ πλήξαντες αὐτὸν εἶνε αὐτοὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους τόσον εἶχεν ἀγαπήσῃ καὶ οἵτινες τόσα τοῦ ὤφειλον..... Ἀλλ’ εἶνε λοιπὸν τόσον μικρόψυχος, τόσον οὐτιδανός, νὰ φέρῃ εἰς τὴν μνήμην του ἀκόμη τὰ ὄντα ἐκεῖνα; Περιφρόνησιν ἐσχάτην καὶ μόνην αὐτὴν πρέπει νὰ αἰσθάνεται πρὸς ἐκείνους, πρὸς ἐκείνην πρὸ πάντων, ἥτις, τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας του, τὸ ὁποῖον μὲ ὑπομονὴν ἀνένδοντον, ἀκατάβλητον, μὲ ὑπομονὴν μύρμηκος φιλέργου κατώρθωσε νὰ ἐγείρῃ, κατέρριψεν ἕως ἐδάφους, ἐσκόρπισεν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους! Καὶ αἱ μαῦραι σκέψεις του δὲν τὸν ἀφίνουν. Ἔρχονται, φεύγουν πρὸς στιγμὴν καὶ ἐπανέρχονται ἀνηλεεῖς καὶ ἐπίμονοι, ὡς οἱ μαῦροι κόκκοι κομβολογίου εἰς τὰς χεῖρας νευρασθενοῦς.

Εἶνε ἡ παραμονὴ τοῦ Πάσχα καὶ ἔξω ἀκούεται θόρυβος πηγαινοερχομένων ἀμερίμνων, εὐθύμων, εὐτυχῶν βεβαίως ἀνθρώπων. Ἡ ταραχὴ ὅμως τῆς ψυχῆς τοῦ Κλέωνος δὲν τὸν ἀφίνει ν’ ἀκούσῃ. Βάσκανος δαίμων τοῦ ἐπανέφερεν εἰς τὴν ἀπαίσιαν ἐκείνην ἡμέραν ἵνα τοῦ δηλητηριάσῃ τὰς γλυκείας στιγμάς, ἃς ἤθελε καὶ αὐτὸς διέλθει τὴν παγκόσμιον ἐκείνην χριστιανικὴν παραμονήν, τὴν παραμονὴν τοῦ Πάσχα.

Καλῆς, ἀλλὰ καταστραφείσης οἰκογενείας υἱός, ὁ Κλέων εἶχε διέλθει πολὺ πικρὰ παιδικὰ χρόνια. Ἀνετράφη ἐν τῇ δυστυχίᾳ καὶ ταῖς στερήσεσι. Ἀλλ’ ἦτο ἐκλεκτὴ φύσις καὶ τῆς τύχης αἱ προσβολαὶ δὲν τὸν κατέβαλον. Προικισμένος μὲ ἰσχυρὰν θέλησιν, ἄπληστος δὲ εἰς μαθήσεις, μετὰ πάλην ἀνένδοτον, καθ’ ἣν τὸ θάρρος οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν τὸν ἐγκατέλιπεν, κατώρθωσε νὰ ἴδῃ τοὺς ἀγῶνας του στεφομένους ὑπὸ πλήρους ἐπιτυχίας. Ἔγεινεν ἰατρός, ἀποφεύγων δὲ τὰς πόλεις, ὅπου τοὺς ταπεινοὺς ὑποσκελίζουν