Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/97

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 91 —

πάλης καὶ ἠναγκάσθη νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν σημεῖον καθ’ ὃ καὶ τὸ σοβαρότερον ἔργον δὲν ἀρκεῖ νὰ πληρώσῃ ἐξ ὁλοκλήρου τὸν βίον ἑνὸς ἀνθρώπου. Τὸ κενόν, ὅπερ ᾐσθάνετο ἐν ἑαυτῷ τὸν ἐστενοχώρει. Ἀπό τινος ἤρχισε νὰ ὀνειροπολῇ νὰ μειδιᾷ πρὸς ἄγνωστον θεότητα, πρὸς ἣν ἡ φαντασία του ἐχάριζε μορφὴν ἀγγέλου, ἡ ὁποία κάθε στιγμὴν ἦτο ἐμπρός του, ἀλλ’ ἡ ὁποία ἦτο ἀσύλληπτος, ὡς κάθε ἰδανικόν. Καὶ τὸν ἠκολούθουν ἀνένδοτοι αἱ ὀνειροπολήσεις αὗται, οἱ στοχασμοὶ οὗτοι οἱ τερπνῶς ἐνοχλητικοί. Τὸν ἠκολούθουν εἰς ὅλα καὶ εἰς τὴν ἐργασίαν του αὐτήν, τῷ συνέβη δὲ πολλάκις νὰ κύπτῃ ἐπὶ ὥραν πρὸ συνταγῆς ἀφῃρημένος, χωρὶς νὰ δύναται νὰ φέρῃ αὐτὴν εἰς πέρας, πρὸς μεγάλην ἀπορίαν τῆς γραίας ὑπηρετρίας του, ἀγνοούσης ποῦ ν’ ἀποδώσῃ τὴν ἀλλοφροσύνην του αὐτήν.

Χριστὲ καὶ Παναγιά! Τί ἔπαθε τ’ ἀφεντικό μου· ἔλεγε πότε πότε. Ἀλλ’ ἡ ἀπορία τῆς γραίας ηὔξησε, μετατραπεῖσα τώρα εἰς ἀνησυχίαν, ὅταν ὀλίγον κατόπιν καὶ μετὰ τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἰατροῦ ἐκ συντόμου ταξειδίου, τὸν συνέλαβε νὰ χειρονομῇ καὶ νὰ μονολογῇ ὡς νὰ συνεζήτει μὲ κάποιον περὶ σπουδαίου ζητήματος· τὴν ἔβαλε μάλιστα εἰς πλείονα ἀνησυχίαν ἡ εὐθυμία του. — Δὲν μ’ ἀρέσουν καθόλου τὰ πράγματα — ἔλεγε σταυροκοπουμένη. Αἱ ἀπορίαι της ὅμως δὲν ἐβράδυναν νὰ λυθοῦν πρὸς μεγάλην χαράν της. Ταχέως ἐγνώσθη ὅτι τὸ ἀφεντικὸ εὗρε σύντροφον. Πράγματι ἡ εὐτυχία εὑρέθη, εἰς πλησιόχωρον πόλιν, ὑπὸ τὴν μορφὴν νέας κόρης· θυγάτηρ συναδέλφου, θελκτικωτάτη, ζωηροτάτη δεκαεπταέτις μελαγχροινή, ἐδέχθη τὴν χεῖρα τοῦ Κλέωνος, προσφερθεῖσαν μὲ τὴν καρδίαν του ὅλην. Μετ’ ὀλίγον ἡ ἕνωσις δύο ψυχῶν συνετελέσθη καὶ τὸ ψυχρόν, τὸ ἄχαρι, τὸ σιωπηλὸν οἴκημα τοῦ Κλέωνος μετέβαλεν ἐντελῶς ὄψιν. Τὸ κενὸν ἐπληρώθη… Ἡ ἐπιστήμη ἀφ’ ἑνός, ἀφ’ ἑτέρου