Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/98

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 92 —

ὁ ἔρως ὃν ἐφαίνετο συμμεριζομένη ἡ νεαρὰ σύζυγος, δύο ἀγαθὰ ἀναφαίρετα…

Τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ Κλέωνος διεδέχθη μετ’ οὐ πολὺ μεγάλη χαρά καὶ ταύτην ἄλλη, μικροτέρα μέν, χαρὰ ὅμως πάντοτε, ἀληθηνὴ ἄλυσσος εὐτυχιῶν. Δὲν ἐβράδυνε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐγίνετο πατήρ· αὐτὴ ἦτο ἡ πρώτη, ἡ μεγάλη χαρά, ἥτις τὸν ἔκαμε ν’ ἀλλοφρονήσῃ, νὰ παραληρῇ, ὡς εἰς τὰς παραμονὰς τοῦ γάμου του ἡ δευτέρα ἡ μικροτέρα μέν, ζωηρὰ ὅμως πάντοτε ἡ ἄλλη καὶ ἀπροσδόκητος, ἦτο ἡ αἰφνιδία ἄφιξις τοῦ Ἰσιδώρου, τοῦ φίλου τῆς παιδικῆς του ἡλικίας· καὶ ἤρχετο ἐγκαίρως ὁ Ἰσίδωρος διὰ νὰ γείνῃ κοινωνὸς τῆς εὐτυχίας τοῦ φίλου του. Καὶ ναὶ μὲν τὰ πρῶτα ἐκεῖνα αἰσθήματα ἠλλοίωσε βεβαίως ὁ χρόνος οὐχ ἧττον ἡ φιλία ὑφίσταται πάντοτε, τοὐλάχιστον ὁ Κλέων αἰσθάνεται ὅτι ἀγαπᾶ πολὺ τὸ Ἰσίδωρον καὶ τώρα ἀκόμη, θὰ εἷνε δὲ εὐτυχὴς ἂν δυνηθῇ νὰ τῷ χρησιμεύσῃ. Διότι, ἂν ἠθέλαμεν κρίνῃ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ του, τὰ πράγματα τοῦ Ἰσίδωρου δὲν ἦσαν βεβαίως πολὺ ρόδινα. Ἐκ τῆς μακρᾶς του περιπλανήσεως δὲν ἔφερεν, ὡς ἐφαίνετο, τίποτε ἄλλο, παρὰ τὴν ἀναλοίωτον εὐθυμίαν του. Ἡ φύσις του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ βαρυθυμήσῃ πρὸς τί; ἡ μελαγχολία φθείρει τὴν ὑγείαν καὶ ὁ Ἰσίδωρος διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ συγκατένευε ν’ ἀσθενήσῃ.

Ὁ Ἰσίδωρος εὗρεν εἰς τὸν φίλον του ἀληθῆ προστάτην καὶ εἰς τὸν οἶκόν του ἀσφαλὲς ἄσυλον· καὶ εἶχε πολλὴν ἀνάγκην τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν. Πλανηθεὶς ἐπὶ πολὺ δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ, ἀπέτυχεν εἰς ὅλας του τὰς ἐπιχειρήσεις, εἶδε ναυαγοῦντα ὅλα του τὰ σχέδια καὶ ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ἐνθυμήθη τὸν φίλον, οὗ εἶχε μάθη τὴν ἀποκατάστασιν καὶ ἔσπευσε νὰ ἔλθῃ πλησίον του, ὄχι διὰ νὰ τὸν βαρύνῃ, Θεὸς φυλάξοι, ἀλλ’ ἵνα διὰ τῶν συμβουλῶν των τῶν πολυτίμων, ἀρυσθῇ νέον θάρρος πρὸς νέους ἀγώνας. Ὁ Κλέων ἐνεθάρρυνε τὸν