Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/67

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 61 —

Ὁ Καραγιάννης τοῦ τὸ ἔδωσε, μὲ τὸ γέλοιο πάντοτε.

Ὁ Ἀντωνέλλος ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ βιβλίον καὶ εἶδε τὸν λογαριασμόν του, ἔπειτα ἤνοιξε τὸ συρτάρι τοῦ γραφείου τοῦ γαμβροῦ του, ἤνοιξε μίαν σακοῦλαν, ἐμέτρησε μ’ ἐπιμέλειαν κάμποσα τάλληρα καὶ ἀφοῦ ἔκλεισε τὸ συρτάρι, ἔβαλλε τὰ τάλληρα εἰς τὸ μανδῆλι του καὶ σταθεὶς ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀδελφήν, ἥτις ὑπεμειδία, διότι ἐμάντευε τὸν σκοπόν του·

— Ἄνοιξε τὴν ποδιά σου, Μπέλλα, τῆς εἶπε.

Ἐκείνη ἤνοιξε τὴν ποδιάν της καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἔχυσε μέσα ὅλα τὰ τάλληρα τοῦ μανδηλιοῦ του.

— Νὰ τὰ κάμῃς ὅ,τι θές· ἐπρόσθεσε. Ὁ γαμβρός του ἐδόθη εἰς γέλωτα θορυβώδη.

— Γέλα ὅσο θές, εἶπεν ὁ Ἀντωνέλλος· ἔχεις ἀκόμα νὰ μοῦ δίνῃς ἑκατὸ τόσα τάλλαρα, ἐκείνη τὴ παλαιὰ διαφορά!

— Καλά, καλά, εἶπεν ὁ καπετὰν Γιάννης, μὴ παύων νὰ γελᾶ.

— Δὲν ἔχει καλὰ καὶ καλά, εἶπε σοβαρὰ ὁ Ἀντωνέλλος· αὐτὴ τὴ διαφορὰ θὰ σοῦ τηνε ζητῶ ὅλη μου τὴ ζωή!

Πάντοτε ὁ Ἀντωνέλλος ἔδιδε τὰ χρήματα του εἰς τὴν ἀδελφήν του, ἐκρατοῦσε ὅμως καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του ἕνα ποσόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην οὐδὲ ὀβολὸν ἐκρατοῦσε πλέον καὶ διὰ τὰς μικράς του ἀνάγκας ἐζήτει ἀπὸ τὴν ἀδελφήν.

Μετὰ κάμποσα ἔτη ἀκαταπονήτου ἐργασίας ὁ Ἀντωνέλλος κατεβλήθη καὶ ἠναγκάσθη ν’ ἀφήσῃ τὸ πλοῖον. Μὲ πολὺν κόπον ἀπεχωρίσθη, ἀπὸ τὸ «ἀγαπητό του πλεούμενο» καθὼς τ’ ὠνόμαζε, ἀπὸ τὴν θαλασσινήν του Μπέλλαν διὰ ν’ ἀφοσιωθῇ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἀδελφήν, τὴν Μπέλλαν του τῆς ξηρᾶς. Διὰ νὰ μὴν κάθηται δέ, ἔγεινε κηπουρός. Αὐτὸς ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ περιβολιοῦ τῆς ἀδελφῆς του, καθὼς ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ καραβιοῦ ἄλλοτε. Μόνον τὰς Κυριακὰς ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς ἐνορίας των, τὰς δὲ λοιπὰς ἡμέ-