Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/66

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 60 —

τωνέλλος κατεκοκκίνησε, καὶ τῆς εἶπε ὅσον ἐμποροῦσε πιὸ θυμωμένα.

— Δὲν εἶνε δουλειά σου ν’ ἀνακατώνεσαι! λένε ψέμματα· ἐγὼ δὲν ἀγαπῶ, δὲν ἀγάπησα κανένα. Ἡ Μπέλλα ἐδάκρυσε καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἐτράπη εἰς φυγήν.

Ὁ Ἀντωνέλλος ἐδέθη μὲ πλειότερον ζῆλον εἰς τὴν ἐργασίαν, ἦτο δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖον, μετὰ τὸ συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» πρὸς τιμὴν τῆς ἀδελφῆς. Μόνον ὁ χαρακτήρ του ἠλλοιώθη ἐπὶ τὸ χεῖρον. Ἐκτὸς τῆς ἀδελφῆς καὶ τοῦ πλοίου, κόσμος δι’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε. Καὶ αὐτὸς ὁ Καραγιάννης δὲν εἶχε πλέον καμμίαν δύναμιν ἐπάνω του· ἀφοῦ καὶ εἰς τὸν γάμον τῆς ἀδελφῆς του, τελεσθέντα ὀλίγον καιρὸν κατόπιν, δὲν κατώρθωσε νὰ τὸν σύρῃ. Εἶχε προσποιηθῇ τὸν ἄρρωστον καὶ αἱ παρακινήσεις τῶν οἰκείων ἀπέβησαν εἰς μάτην. — Διασκεδάσετε σεῖς, ἐγὼ δὲν εἶμαι γιὰ γάμους καὶ χαραίς· τοὺς εἶπε καὶ τοὺς ἀπέπεμψε.

Εἶχε γηράσῃ κατὰ εἴκοσιν ἔτη, τὸν ἔλεγαν δὲ γέρο — παράξενο. Ἡ πρὸς τὴν ἀδελφήν του ὅμως ἀγάπη δὲν ἦτο ἀγάπη συνήθης, ἦτο λατρεία! Καὶ εἶνε γνωστὴ ἡ κωμικὴ σκηνὴ ἥτις ἔλαβε χώραν μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων, μίαν πρωΐαν Κυριακῆς, κατόπιν μακροῦ καὶ προσοδοφόρου ταξειδίου.

Ἔπιναν, καὶ οἱ τρεῖς μαζῆ, τὸν πρωϊνὸν καφέν, ὅταν ἔξαφνα ὁ Ἀντωνέλλος ἀποτείνεται πρὸς τὸν γαμβρόν του.

— Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, καπτὰ Γιάννη, πόσα χρήματα ἔχω νὰ πάρω;

Ὁ Καραγιάννης ἐγέλασε.

— Τί τὰ θές; τὸν ἐρωτᾶ.

— Τὰ θέλω!

— Πιὰς’ τὸ τεφτέρι καὶ κύταξε.

— Δός μου τὸ κλειδὶ τοῦ συρταριοῦ σου.