Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/61

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 55 —

νεώτερος τοῦ Ἀντωνέλλου καὶ δὲν ἐβιάζετο· Θαρρεῖς ἐκαμάρωνε κ’ ἐπερίμενε.

Μυστικὰ μεταξύ των οἱ δυὸ φίλοι δὲν εἶχαν, μόνον ἦλθε μία ἐποχὴ διὰ τὸν Ἀντωνέλλον πολὺ σπουδαία, κρίσιμος ἐποχή, καθ’ ἣν καὶ τὰ ὀλίγα του λόγια κ’ ἐκεῖνα τὰ ἔκοψε, πρὸς μεγάλον θαυμασμὸν καὶ θυμὸν τοῦ Καραγιάννη, ἀδυνατοῦντος νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸ ἰδιόρρυθμον μυαλὸ τοῦ φίλου του.

Ὁ καϋμένος ὁ Ἀντωνέλλος, ὁ ἄγριος, ὁ ἀκοινώνητος, ἦτο πεπρωμένον νὰ λάβῃ μίαν ἀπὸ ἐκείνας τὰς πληγάς, ὁποῦ μόνον ὁ θάνατος θεραπεύει. Ἦτο ἥσυχος, μόνον εἴδωλόν του εἰς τὴν καρδίαν του ἔχων τὴν ἀδελφήν, ὅταν ἔξαφνα…

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς διαμονῆς των εἰς τὸ νησάκι των, ἐβλέποντο πολὺ συχνὰ εἰς τὸ σπίτι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.

Ἕνα πρωῒ ὁ Ἀντωνέλλος ὑπῆγε εἰς τοῦ πλοιάρχου του νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ διὰ μίαν ὑπόθεσιν, ἀφορῶσαν τὸ πλοῖον. Ἐκεῖνος ἔλειπε καὶ τὸν ὑποδέχθη ἡ ἀδελφή. Αἵ, τώρα τί θὰ πῆτε; Δὲν τὴν εἶχεν ἰδῇ ἄλλοτε; Καὶ ὅμως αὐτὴν τὴν φορὰν τοῦ ἐφάνη ἐντελῶς ἄλλη· τοῦ ἐφάνη ὅτι ἀνοίχθη ὁ οὐρανὸς καὶ ὅτι πρώτην φορὰν ἔβλεπε τὸ ἀληθινὸν φῶς… Ἴσως ἐπειδὴ τὸν ὑπεδέχθη πολὺ θερμά, πολὺ ἐγκάρδια… ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τὸν Ἀντωνέλλον ἐνώπιόν της τὸν κατέλαβε γλυκύς, ἄγνωστος τρόμος, ἐνῷ ἐκείνη ἦτο ὁλοπόρφυρος… Ἐσιώπων καὶ οἱ δύο· πόσα ὅμως δὲν ἔλεγεν ἡ σιωπὴ αὐτή! Εὑρίσκοντο εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν, ὅταν ἐμβῆκεν. Ὁ Καραγιάννης… — Ἔρχομαι ἀπὸ τὸ σπίτι σου, εἶπε εἰς τὸν Ἀντωνέλλον.

Τὸ αἴσθημ’ αὐτὸ ὁ Ἀντωνέλλος τὸ ἔκρυψεν εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του· δὲν ὡμιλοῦσε ποτὲ δι’ αὐτο, ἐμονολόγει μονον συχνὰ πυκνά, εὑρίσκων ἀνακούφισιν τοῦ πόνου του εἰς τὸ κρυφὸν αὐτὸ παραλήρημα…