Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/22

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 16 —

τὸν στενοχώρησε τὸν ἄμοιρο καὶ δὲν μπόρεσε περισσότερο νὰ ζήσῃ,

Ὁ ναύτης ἤταν πολὺ γνωστὸς γῖὰ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν τιμιότητά του. Ἤταν ὅμως ἄτυχος ἄνθρωπος. Ἡ γυναῖκα του, ποῦ εἶχε πολὺ δύστροπο χαραχτῆρα, ποτὲ δὲν τοῦ γλυκομίλησε καὶ συχνὰ τὸν ἐξέβριζε, γιατί, ἐνῷ ἄλλες, ναυτῶνε γυναῖκες, ἤταν πλούσιες· ἐνῷ ὁ ἄνδρας τῆς συντέκνισάς τους ἀγόρασε ἀμπέλι καὶ χωράφι, αὐτοὶ μὲ δυσκολίαν ἐζούσανε. Γιατὶ νὰ μὴν εἷνε κι’ αὐτὸς ἄξιος; δὲν ἤβλεπένε πῶς ξέρει καὶ ζῇ ὁ κόσμος; Καὶ τὸν ἐγρίνιαζε, τὸν ἐμουρμούριζε ἀδιάκοπα! Ἐκεῖνος ὅμως ἐκατάπινε μὲ ὑπομονὴ καὶ χωρὶς νὰ δείχνῃ τὴ δυσαρέσκεια καὶ τὴν πίκρα ποῦ ἐδοκίμαζε. Ὑπόφερε πολὺ ὁ φτωχὸς καὶ μάλιστα ποῦ δὲν ἐννοοῦσε νὰ μιλήσῃ, νὰ ξεθυμάνῃ. Ἀλλοίμονό του δὲ ἂν ἤθελε καμμιὰ φορὰ βοηθήσῃ τὴν φτωχὴ ἀδερφή του· εὐθὺς ποῦ τὸ μάθενε, τοῦ ἔψελνε, ὅσα σέρν’ ἡ σκοῦπα κ’ ἐκεῖνος ἔφευγε νὰ μὴν ἀκούῃ· τὰ ἔπαιρνε ὅμως ὅλα μέσα του καὶ ἤταν δυστυχής. Ἡ ἀδερφή τοὔλεγε ν’ ἀφήκῃ μιὰ τέτοια στρίγγλα, ἐκεῖνος ὅμως ἐπροτιμοῦσε νὰ ὑποφέρῃ.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ ἔχει τὰ ὅρια της καὶ εῖνε πράγμα ὅπου λέγει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐκεῖ καὶ μὴ παρέκει· δὲν βαστῶ πιό.» Καὶ ἀλήθεια τὸ κακὸ ἐπαραμεγάλωσε καὶ ἡ πονεμένη καρδιὰ τοῦ ναύτη δὲν μπόρεσε νὰ τὸ χωρέσῃ.

Ἤταν ἀθῶος σὰν τὸ νεογέννητο παιδὶ καὶ ὁ κόσμος ὡς τόσο τοῦ ῥίχτηκε καὶ πρώτη πρώτη ἡ γυναῖκα του. «Δὲ ς’ ἀφίνει ὁ κακόκοσμος ποτὲ ἥσυχο· ἐσυλλογιζότανε ὁ ναύτης· «θαρρεῖς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ἢ ἀδυναμία καμμιὰ γιὰ νὰ σοῦ ῥιχτῇ, νὰ σὲ σπρώξη νὰ πέσῃς ὅλως διόλου ν’ ἀφανισθῇς γιὰ νὰ χαρῇ αὐτὸς ἢ καὶ γιὰ νὰ σὲ κλάψη ὕστερα.»

Μερικοὶ φίλοι τοῦ ναύτη, ναῦτες κι’ αὐτοὶ δουλευτάδες, σὲ μέρη μακρυνὰ τοῦ εἴχανε δώσῃ νὰ φέρῃ στὰ σπίτια τους