Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/21

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 15 —

λάρι τῆς πόρτας, ἐκηλίδωναν ἀπαίσια ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ τοίχου. Ὁ ναύτης, ξαπλωμένος καὶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ κρανίο, ἔπιανε τὸ μισὸ δωμάτιο μὲ τὸ μεγάλο του ἀνάστημα. Κόσμος πολύς, ὄξω καὶ μέσα καὶ κλάμματα καὶ ἄγρια ξεφωνητὰ γυναικῶν πότε πότε, ἔκαναν πιὸ φριχτὴ τὴν ἀπαίσια εἰκόνα. Περισσότερο ἀπ’ ὅλες ἐφώναζε κ’ ἐθρηνοῦσε ἡ ἀδερφὴ τοῦ σκοτωμένου γιὰ τὸ κίνημα τὸ ἀνόσιο, γιὰ τὸ ἄδικο ποῦ τῆς ἔκαμε. Καὶ στὰ ξεφωνητὰ μέσα ἀκούονταν καὶ μερικὲς κατάρες γιὰ νὴ νύφη της, ποῦ ἐστάθη αἰτία τοῦ σκοτωμοῦ του, γιατὶ ὁ ναύτης εἶχε γυναῖκα καὶ παιδί, ἀγόρι ὀχτὼ ἐννιὰ χρονῶν. Καί, πρᾶμμα παράξενο, δὲν ἤταν ἐκεῖ, τὴν ὥρα ποῦ ἔγεινε τὸ κακό, οὔτε ἡ γυναῖκα του, οὔτε τὸ παιδί του· ξένες γυναῖκες ἐθρηνοῦσαν καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς του ἡ ἀδερφή του μονάχη.

Μεγάλο κρότο ἔκαμε στὸ μικρὸ τόπο ὁ ἀσυνείθιστος, ὁ φριχτὸς θάνατος τοῦ ναύτη· νὰ βάλῃ χέρι ἀπάνω του ὁ ἴδιος! τί τοῦ ἦρθε; Μεγάλο ἄδικο ἔκαμε στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς δικούς του. Σὰν ἔμαθαν ὅμως τὴν αἰτία καὶ αὐτοὶ ποῦ τὸν κατηγοροῦσαν, τὸν ἐλυπήθηκαν τώρα κ’ ἐμετανοοῦσαν γιὰ τὰ λόγια ποῦ εἶχαν πῇ. Γιατί, ἀλήθεια, πολὺ πικρὰ λόγια εἶχεν ἀκούσῃ ὁ κακόμοιρος ὁ ναύτης ἀπ’ ὅλους· δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τὸν κακολογοῦσαν. Τὸ μεγάλο ὅμως χτύπημα, τὸ ἀποφασιστικὸ, τοῦ το ἔδωκαν ἡ γυναῖκά του καὶ τὸ παιδί του τὸ ἴδιο. Διωγμένος ἀπ’ αὐτήν, θὰ ἔμενε στὸ δρόμο μέσα, ἂν δὲν ἤταν ἡ ἀδερφή του νά τονε δεχτῇ στὸ φτωχικό της. Σὰν ἀκούστηκε ἡ φριχτὴ εἴδησι, ἐφάνηκε καὶ ἡ γυναῖκα του σὰν μετανοημένη καὶ ἄρχησε τὸ κλάμμα· ἀλλὰ ἡ γυναικαδέλφη της δὲν τὴν πίστευε. Ἤξερε αὐτὴ τὴν τυραννισμένη ζωὴ ποῦ περνοῦσε ὁ ἀδερφός της ἀπὸ τὴν γυναῖκά του καὶ δὲν πίστευε στὴ μετάνοιά της, ποῦ τὴν ἔδειχνε λίγο ἀργά. Τὸ ὑστερινό της μάλιστα φέρσιμο