Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/23

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 17 —

χρήματα, ποιὸς δέκα τάλλαρα, ποιὸς εἴκοσι· τὸν γνώριζαν κι’ ἀπὸ ἄλλη φορὰ καὶ ἤταν ἥσυχοι. Ἤταν ναύτης σὲ καράβι φράγκικο, καὶ γιὰ τὴν τύχη του, κάπου ἐναυάγησε κ’ ἐγλύτωσε μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα· χρήματα, δικά του καὶ ξένα, ἔμειναν στῆς ἀχόρταγης θάλασσας τὸ βάθος τὸ ἀνήλιο. Ἡ γυναῖκες, ποῦ περίμεναν τοὺς παράδες, σὰν ἔφτασε ὁ ναύτης πῆγαν νὰ μάθουν καὶ ἄκουσαν τὴ συφορά! Ἐμουρμούρισαν, φυσικά, γιατὶ ἡ φτώχεια κάνει σκληρὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὕποπτο. Ὁ καϋμένος ὁ ναύτης εἶπεν ὅλη τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Μιὰ ἐσήκωσε τοὺς ὤμους της κ’ ἐζάρωσε τὰ χείλια μὲ φανερὴ δυσπιστία, ἄλλη κάτι ἐμουρμούρισε καὶ ἄλλη πάλι ἐστεκώτανε μπροστά του μὲ σταυρωμένα χέρια σὰν νά λεγε — δὲν τὸ κουνῶ ἀπὸ δῶ, ἂ δὲ λάβω τὸν παρά μου.» Εἶδε αὐτὰ ὅλα ὁ ναύτης καὶ ὑποσχέθηκε νὰ πουλήσῃ ὅ,τι κι’ ἂν εἶχε νὰ τὴς ξεπλερώσῃ, νὰ ἐλαφρωθῇ ἀπὸ τὸ βάρος. Δὲν εἶχεν ὅμως δικά του χτήματα κ’ ἔπεσε στὰ πόδια τῆς γυναῖκας του, ποῦ εἶχε μερικὰ πράμματα, μὲ παρακάλια νὰ πουλήση κανένα νά τονε γλυτώσῃ. Θηρίο ἔγειν’ ἐκείνη, σὰν τ’ ἄκουσε καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξέβρισε φοβερά, τοῦ εἶπε νὰ φύγῃ, γιατὶ δὲν τὸν ἤθελε πλιὸ σπίτι της.

Τὸ χτύπημα ἤταν πολὺ βαρύ. Ἐπῆγε νὰ σαλέψῃ ὁ νοῦς τοῦ ναύτη, γιατὶ ἤταν ἕνας χαραχτήρας, ποῦ ὅ,τι εἶχε, τό κρυβε μέσα του. Ἐπῆρε τοὺς δρόμους δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ. Μπροστά του θαρρεῖς, δὲν ἔβλεπε· μόνο τὸ αὐτί του, ὑπερβολικὰ εὐαίσθητο, ἔπαιρνε, ἀπὸ τὴν κακογλωσιὰ τοῦ δρόμου, μερικὰ φαρμακόλογα καὶ τὰ ἔχυνε στὴ μαρτυρικὴ ψυχή του μέσα — Ἤφαγε τόσω φτωχῶ τὸν παρὰ καὶ τώρα γυρίζει». Ἤταν καὶ ἄλλοι ποῦ τὸν ἐπονοῦσαν, αὐτὸ ὅμως ὁ ναύτης δὲν τὸ γνώριζε.

Εὐγῆκε στὴν ἐξοχή. Ἡ φύση, στολισμένη μὲ ὅλη της τὴ λάμψι, ἐσκορποῦσε τριγύρω τὰ μαγευτικά της δῶρα μὲ