Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/16

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 10 —

— Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος, ἤκουσα κ’ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ἱστορία τοῦ ναύτη, μὰ μόνο ἄκρες μέσες.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναῖκα τοῦ μπακάλη τὸν ἐφώναξε μέσα.

— Ἐγὼ τὴν ξέρω μὲ τὸ νῖ καὶ μὲ τὸ σῖ, εἶπεν ὁ Γιώργης, ἀπὸ τὸν μπάρμπα μου τὸ γέρω Ζέπω· σοῦ τήνε λέω ἄλλη φορά.

Κι’ ἐμπῆκε στὸ μαγαζί του.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος, ὡς τόσο, ἀφοῦ ἐγευμάτισε μὲ τὸν φίλο του τὸν Σερέτη, τοῦ ἔδωκε καὶ ἄλλες ὁδηγίες, τὴς ὑστερινές, γιὰ τὴ δουλιὰ ποῦ ἐμελετοῦσαν καὶ τοῦ ἐσύστησε αὐστηρὰ νὰ προσέξῃ, τὸ δίχτυ ποῦ ἔπλεκαν νὰ εἶναι καὶ στερεὸ καὶ τεχνικό, γιὰ νὰ μὴν ἤθελ’ εὕρῃ τὸ ψάρι κανένα μέρος ἀδύνατο ἢ καμμιὰ τρύπα μεγαλείτερη καὶ τοὺς φύγῃ. Ἤθελε νὰ νικήσῃ καὶ τὸν Κοντοπάνη καὶ τὸν Δήμαρχο ποῦ τούκανε τὸν ἐχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτά, ἀπέλυσε τὸν Σερέτη καὶ ἔμεινε μονάχος. Εἶπε στὸν ὑποταχτικό του, τὸ μικρὸ Ἀμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλὸ καὶ ἀφράτο παιδί, πῶς θὰ κοιμηθῇ καὶ νὰ μήν τονε ταράξῃ κανένας καὶ μόνο σὰν ἔλθῃ τὸ Βαγγελάκι, ὁ γυιὸς τοῦ Μανάρα τοῦ χωρικοῦ νὰ τὸν ξυπνήσῃ χωρὶς ἄλλο. Ὁ Μανάρας ἤταν ἀπὸ τοὶς πλούσιοι χωρικοί· πολὺ ἔξυπνος καὶ πολὺ ἄξιος ἄνθρωπος, ἐφημηζότανε καὶ γιὰ πολὺ τολμηρὸς λαθρέμπορος. Ὁ παππᾶς Συνέσιος ἐβυθίσθηκε σὲ ὕπνο βαθὺ καὶ μόνο ἀργὰ πλιό, ἀπόσπερνα, ἦλθε τὸ Βαγγελάκι κ’ ἐμπῆκε στὴν κάμαρά του, ὅπου ἔμεινε πολλὴ ὥρα. Τί εἴπανε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ· γιατὶ τὸ χωριανόπαιδο, δασκαλεμμένο ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποῦ τὸ εἶχε τὸ δεξί του χέρι, δὲν ἔλεγε ποτὲ τίποτα. Ἡ διδασκαλίες τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ παππᾶ Συνεσίου δὲν ἐπήγαιναν τοῦ κάκου.

Σὰν ἐβράδειασε, ἐπῆραν οἱ καλόγεροι τὸ ξερόφαγό τους, τὸ καρβελάκι τὸ μαῦρο καὶ τὰ νερόβραστα φασόλια καὶ