Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/17

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 11 —

ἐτραβήχθηκε καθένας ’ς τὴν τρύπα του. Γιατὶ στ’ ἀλήθεια, τὰ κελλιὰ ἐκεῖνα, σκοτεινὰ καὶ τὴν ἡμέρα καὶ μόνο μὲ μιὰ χαμηλὴ πορτοῦλα, ἔμοιαζαν μὲ τρύπες, σὰν φυλακὲς κατάδικων. Οἱ παππάδες ἐπῆγαν λίγο στοῦ μπακάλη καὶ ἐκεῖ ἔμαθαν πῶς κάτι μελετᾶ τὴ νύχτα ὁ ’γούμενος, γιατὶ ὁ Γιώργης εἶδε τὸ Βαγγελάκι, ποῦ ἐγνώριζε, καὶ ἀπὸ ἄλλη φορὰ, γιατὶ ἔρχεται. Δὲν ἐτολμοῦσε ὅμως κανεὶς νὰ πῇ τίποτα.

— Ἂς κάμη καλὰ ὁ ἀλιτήριος, τί μᾶς μέλει; Εἶπαν οἱ παππάδες ἀνάμεσό τους κ’ ἐγύρισαν γρήγωρα, σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμὸ κ’ ἐζάρωσαν καὶ αὐτοὶ στὰ κελλιά τους, καὶ εἰς τὴς ἐννιὰ ὥρες ὅλο τὸ Μοναστῆρι ἤτανε βυθισμένο σὲ βαθύτατο ὕπνο. Τίποτα δὲν ἄκουες παρὰ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα, ποῦ εἶχε πάρη δυνατὰ λίγο προτήτερα καὶ τὸν μονότονο καὶ μελαγχολικὸ τριγμὸ τῶν παληῶν παραθυριῶν τοῦ ἡγουμενιοῦ.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἀγρυπνοῦσε μονάχος. Ἡ μάννα του εἶχε τραβηχτῇ στὴν καμαρά της, τὸ δὲ καλογεράκι, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε στὸ τραπέζι, ἐπῆγε κι’ αὐτὸ νὰ κοιμηθῇ κατὰ διαταγή του. Γιὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποφαίνεται ἡ ὥρα ἐπῆρε ἕνα μάτσο κλειδιὰ κ’ ἐκάθησε κοντὰ στὸ παράθυρο γιὰ ν’ ἀκούῃ καλλίτερα κάθε ἐξωτερικὸ κρότο. Τὰ κλειδιὰ ἤτανε διάφορα, μικρὰ καὶ μεγάλα καὶ ἄρχησε νὰ τὰ διαλέγῃ καὶ σὲ καθένα νὰ χαράζῃ, μ’ ἕνα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του. Ἤταν αὐτὰ καθὼς ἐλέγαν, ἀντικλείδια, γιὰ ν’ ἀνοίγη τὰ κελλιὰ καὶ τὴς κασσέλες τῶν καλογήρων ποῦ ὑποπτευότανε. Θὰ ἐργάσθηκε ὡς μιὰ ὥρα, ὅταν ἀπὸ τὴν κάμαρα, ποῦ ἤταν στὸ βάθος, ἀκούσθηκε ἀδύνατο περιπάτημα καὶ σὲ λιγάκι ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα καὶ στὸ κατώφλιο ἐφάνηκε ἡ μάννα τοῦ ’γουμένου κάτασπρη μέσα στὸ μαῦρο της ῥάσο. Ἐθύμωσε ὁ ’γούμενος.

— Ποιὸς ς’ ἐπείραξε πάλι κ’ ἐσηκώθηκες νύχτα, σὰν κουκουβάγια; εἶπε μὲ θυμό!