Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/15

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 9 —

Μετὰ τὸν θάνατο ὅμως τοῦ μεγάλου, ἡσύχασεν ὁ μικρός, γιατὶ εἶχε τὸ στάδιο ἐλεύθερο.

Ἤταν φίλος τοῦ παππᾶ Συνέσιου, ὁ ὁποῖος εἶχε τώρα τὴν ἀνάγκη του γιὰ τὸν γάμο ποῦ ἐμελετοῦσε νὰ κάμῃ. Γι’ αὐτὸ συχνὰ κατέβαινε στὴ χώρα, ποῦ κατοικοῦσε ὁ Σερέτης καὶ αὐτὸς πάλι συχνὰ ἐρχότανε στὸ Μοναστῆρι γιὰ τὴν ἴδια δουλειά. Καὶ τώρα γι’ αὐτὸ βρίσκεται ἀπάνω νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸν ’γούμενο γιὰ ὕστερη φορά.

— Ἤσκασα νὰ σὲ περιμένω, τοῦ εἶπεν αὐτός, ἅμα ἐπλησίασε.

— Κ’ ἐγὼ ἤσκασα νὰ καταφέρω τὸν Κεριάκο, εἶπεν ὁ Σερέτης· θαρρεῖς πῶς εἶν’ εὔκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει νὰ σ’ εὐκαριστήσῃ μὰ καὶ φοβᾶται τὸ γέρω Κοντοπάνη.

— Ἐσὺ νὰ τονε φέρῃς στοῦ Μαρούπα, καθὼς ἐμείναμε σύμφωνοι καὶ τ’ ἄλλα εἶν’ ἐδική μου δουλειά.

Ἀμὲ ὁ παππᾶς ὁ Κρητικός;

— Σύμφωνος· τὸ δίχτυ ἔννοια σου εἶνε καλὰ βαλμένο, εἶπεν ὁ ’γούμενος καὶ δὲ μπορεῖ παρὲ νὰ πιαστῇ.

— Καὶ πρέπει νὰ πιαστῇ, εἶπεν ὁ Σερέτης· ἐγὼ θά τονε φέρω ὁ ἴδιος εἰς τοῦ Μαρούπα τὰ χοιροσφάγια καὶ ὕστερα ἂς πάη ὁ Κοντοπάνης νά τονε κυνηγᾷ.

— Πᾶμε τώρα μέσα, εἶπεν ὁ ’γούμενος, νὰ βοηθήσῃς τὸν Δημήτρη εἰς τὸ τρίψιμο τῶν καντηλιῶν καὶ ὕστερ’ ἀνεβαίνεις καὶ τρῶμε.

Ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ μπακάλικου ἔβλεπαν τὰ δυὸ ὑποκείμενα οἱ παππάδες μὲ τὸν Γιώργη κ’ ἔλεγαν ἀνάμεσό τους πολλά.

— Ὑποκείμενο ἀλήθεια! Εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος.

— Μὰ τί γυρεύεις ἀπὸ ἄθρεπο ποῦ, μαζῆ μὲ τὴ μάννα του, ἐστάθηκεν αἰτία νὰ χαθῇ ὁ καϋμένος ὁ πατέρας του, ὁ καλὸς ἄθρεπος καὶ ὁ λαμπρὸς ἐκεῖνος ναύτης.