Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/143

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 137 —

Ἔδωκε τὰ χριστόψωμα στ’ ἀγγονάκια ἐπῆρε κοντά της, τὸ ἕνα δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ζερβὰ κ’ ἔβαλε τὰ χέρια στοὺς ὤμους τους. Ἡ κόρη ἐφίλησε τὸ χέρι της. Τὴν εἶχαν τριγυρισμένοι ὅλοι της οἱ θησαυροί, ὅ,τι εἶχε πολύτιμο, πιὸ ἀκριβὸ στὸν κόσμο αὐτό… Ἀνάσανε λίγο… — Ἦρθα ἐμουρμούρισε, στὴ γιορτὴ νὰ σᾶς διῶ· σᾶς ἀποθύμησα… καὶ σὰν νὰ μὴ μπορῶ πλιὸ μονάχη… ἦρθα νὰ πανηγυρίσω μαζῆ σας. Τὰ παιδιὰ τὴν ἔβλεπαν ἀκίνητα, μὲ ἀγάπη. Σὲ λίγο μπῆκε ὁ γαμπρός της· δουλευτὴς ἄνθρωπος ἐφαινότανε· ἐφίλησε τὸ χέρι τῆς γιαγιᾶς καί εἶπε σιγὰ τῆς γυναίκας του. — δὲν εἶνε καθόλου καλὰ ἡ μάννα…

Σὲ λίγο ἀπὸ τὸ διπλανὸ σπίτι ἀκούστηκε λεπτὴ γλυκειὰ φωνοῦλα νὰ ψάλλῃ «Χριστὸς γεννᾶται». Ἡ κόρη πῆγε νὰ κάμῃ καφὲ τῆς μάννας της. Τὰ παιδιὰ ἐκρατοῦσαν τὴ γιαγιὰ ἀγκαλιασμένη καὶ τὰ χέρια της, τὸ ἕνα δεξιὰ τὸ ἄλλο ζερβά, ἤταν ἀκουμπισμένα στοὺς ὤμους των. Ἔβλεπε πότε τὸ ἕνα πότε τὸ ἄλλο μὲ τὸ οὐράνιό της χαμόγελο. Ἡ μελωδικὴ ψιλὴ φωνοῦλα ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται». Ἔξαφνα ἡ γρῃὰ ἔκλινε τὸ πρόσωπα στὸ κοριτσάκι σὰν νὰ θέλε νὰ τὸ φιλήσῃ κ’ ἔμεινε ἀκίνητη… — Μάννα! τὴν ἐπλησίασε καὶ τῆς εἶπε ἡ κόρη. Τὰ παιδιὰ τὴν ἔβλεπαν ἀνήσυχα. — Γιαγιάκα! εἶπε τὸ ἀγοράκι. Καμμιὰ ἀπόκρισι…

Τὸ κεφάλι τῆς γιαγιᾶς εἶχε πέσῃ ὀλότελα στὸν ὦμο τοῦ κοριτσιοῦ μὲ μισανοιχτὸ τὸ στόμα… Μὲ τὴν ὑστερνὴ λέξῃ τοῦ «Χριστὸς γεννᾶται» ἔφυγε καὶ ἡ τελευταία πνοὴ τῆς γιαγιᾶς…

Δὲν ἐγένετο ἐπισημότερο πανηγύρι!

(Μίμησις).