Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/142

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 136 —

ζεται σήμερα… Καὶ χαμογελᾶ, δὲν παύει νὰ χαμογελᾶ, σὰν νὰ χαιρετᾷ, σὰν νὰ στέλνῃ φιλήματα σ’ ὅλα τριγύρω της. Σὲ λίγο σηκώνεται καὶ προχωρεῖ σιγὰ σιγά, λίγο λίγο καὶ ξανακάθεται κάπου καὶ μετασηκώνεται, μὲ τὸ ἀλαφρὸ χαμόγελο στὰ ἄναιμα χείλια… Περνᾷ, τρέχει ἀπὸ μπροστά της κανένα παιδί, ἀγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τὰ χείλια τῆς γρηᾶς σὰν ν’ ἀνοίγωνται περισσότερο, σὰν κάτι νὰ αἰσθάνεται χαροπὸ καὶ συνάζει τὰ ψύχαλα τῆς ζωῆς ποῦ τῆς ἔμεινε καὶ πηγαίνει μπρός…

Σὲ λίγο ξανακάθεται σὲ μιὰ σκάλα. Βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ μιὰ κοπέλλα καθαροντυμένη, πεταχτή. Βλέπει τὴ γρηοῦλα. — Τί κάνεις, γιαγιά; τὴν ἀρωτᾶ — Ξεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ’ ἡ γρηά. — Καὶ ποῦ πᾶς; — Στ’ ἀγγονάκια μου, στὴν ἄλλη γειτονιά, εἴδια τὸν ἥλιο, γιορτή, ἃς πάω, εἶπα, νὰ τὰ διῶ σήμερα… ποιὸς ξέρει… — Ἔχεις ἀκόμα δρόμο· πῶς θὰ πᾷς; — Θὰ πάω, κόρη μου. ὁ Θεός… Κάτι ἐκρατοῦσε στὴν ποδιά της ἀπὸ κάτω ἡ κοπέλλα. — Κάμε μου τὴ χάρι, γιαγιά, νὰ πάρῃς αὐτὰ γιὰ τ’ ἀγγονάκια σου. Καὶ τῆς ἔδειξε δύο χριστόψωμα. — Ἐκύτταξε ἡ γρηὰ τὴν κοπέλλα μὲ τὸ μακάριό της χαμόγελο. — Τὰ παίρνω, κόρη μου, γιὰ τὰ παιδιά! Ἡ εὐκή μου μαζῆ σου… Ἡ κόρη ἐσυγκινήθηκε κ’ ἔφυγε… Ἡ γρηὰ ἐσηκώθηκε.

Σὲ λίγο ἐμπῆκε στὴν αὐλίτζα μικροῦ, φτωχικοῦ σπητιοῦ. — Ἡ γιαγιὰ ἡ γιαγιάκα· ἀκούσθηκε ἡ χαροπὴ φωνὴ μικροῦ ἀγοριοῦ καὶ στὴ στιγμή, δύο παιδάκια, ἑφτὰ χρονῶν τὸ ἀγόρι καὶ πέντε τὸ κοριτζάκι ἔτρεξαν, ἀγκάλιασαν τὴν γρηὰ καὶ τὴν ἔμπασαν στὴν κάμαρα μικροῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν ἔβαλαν κ’ ἐκάθισε. Στὴ στιγμὴ εὐγῆκε ἡ κόρη της.

— Ἆχ! μανοῦλα! πῶς τ’ ἀποφάσισες; Ἡ γρηὰ δὲν ἀπεκρίθηκε· ἤθελε ν’ ἀνασάνῃ.