Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/137

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 131 —

Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκεῖνος ᾐκολούθει τὴν αὐτὴν τακτικήν.

Ἐδείκνυε σημεῖα στενοχωρίας, δυσθυμίας ἐνόσῳ ἦτο διαρκῶς πλησίον τῆς συζύγου, μετεβάλλετο δ’ αἴφνης εἰς εὔθυμον καὶ διαχυτικόν, ὅταν, κατόπιν ἀπουσίας, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον μακρᾶς, ἐπανήρχετο παρ’ αὐτῇ.

Δὲν ἐκρατήθη ἐπὶ τέλους καὶ μίαν τῶν ἡμερῶν, ἐντὸς κλειστῆς ἁμάξης, ἐπιτηδείως τὸν ἠκολούθησε. Ἤθελε νὰ ἐξιχνιάσῃ, νὰ φέρῃ εἰς φῶς τὸ μυστήριον ὁποῦ τὴν ἐπίεζε καὶ τὴν καθίστα τὴν δεστυχεστέραν τῶν γυναικῶν.

Καὶ τὸν εἶδε, ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐντὸς μικροῦ δάσους, νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἕνα οἰκίσκον μεμονωμένον, ἐκ τοῦ ὁποίου εἶδεν ἐξελθοῦσαν γραίαν γυναῖκα, ἥτις ἐκάθησεν ἀτάραχος ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς θύρας.

Ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον της καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν δὲν κατεδέχθη νὰ κλαύσῃ, ἐνῷ εἶχε τὸν ᾅδην ἐν τῇ καρδία· Μετά τινα καιρὸν ἐκεῖνος ἐπέστρεψε γλυκύς, διαχυτικός, θερμὸς ὡς εἰς τὰς πρώτας ἡμέρας.

— Ἀρχιυποκριτά, ἔλεγε καθ’ ἑαυτὴν ἡ νέα γυνή· μὴ σὲ μέλη καὶ θὰ λογαριασθοῦμε — ἐνῷ τοῦ ἀνταπέδιδε τὰς θωπείας του.

Μετά τινας ἡμέρας τὸν ἠκολούθησε πεζῇ καὶ μετημφιεσμένη εἰς τὸν μυστηριώδη οἰκίσκον, μὲ ἀπόφασιν νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὴν ἀγωνίαν της. Ἤξευρεν ὅτι ἐπροδίδετο, ἀλλὰ πρὶν ἔλθῃ εἰς τελείαν ῥῆξιν, ἐπεθύμει νὰ ἴδῃ, νὰ ψηλαφήσῃ, οὕτως εἰπεῖν, τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς της. Καὶ εὑρέθη πρὸ τῆς μικρᾶς θύρας, ἀκριβῶς τὴν στιγμήν, καθ’ ἣν ἐξήρχετο ἡ γνωστὴ γραῖα. Τὴν ἐπλησίασε. — Εἶμαι ἡ σύζυγος τοῦ κυρίου ποῦ ἐμβῆκε. — Ἆ! — Καὶ θέλω νὰ ἰδῶ μόνη μου τὴν δυστυχίαν μου! Ἡ γραῖα ἐμειδίασε· ἐννόησεν ὅτι εἶχε νὰ κάμῃ μὲ ζηλότυπον. — Μὰ καμμιὰ δυστυχία δὲν εἶνε, κυρία μου, εἶπε. — Τί σὲ μέλει; ἄφησέ με νὰ ἔμβω· τοποθέτησέ με εἰς μέρος νὰ ἰδῶ μόνη μου καὶ ἡ