Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/138

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 132 —

ἀμοιβή σου θὰ εἶνε μεγάλη. Ἔλεγε ταῦτα, ἐνῷ θηρία πολύμορφα, γνωστὰ καὶ ἄγνωστα, ἐδάγκαναν τὴν καρδίαν της.

Ἡ γραῖα ἐμειδίασε πάλιν. — Καλά· εἶπε· κοπιάσετε. Καὶ τὴν ἐτοποθέτησεν εἰς προθάλαμον ὁπόθεν, ἀπὸ μικρὰν ἐπὶ τῆς θύρας ὀπήν, ἔβλεπεν ἐλεύθερα τὰ ἐν τῷ παρακειμένῳ δωματίῳ.

Καὶ εἶδεν ἐπὶ ἑνὸς ἀνακλίντρου ἡμικεκλιμένον ἕνα κύριον, (τὸν σύζυγόν της) φοροῦντα κοιτωνίτην καὶ χρυσοκέντητον σκοῦφον κρύπτοντα καὶ αὐτὰς τὰς ὀφρῦς του, κρατοῦντα δὲ μακρὰν καπνοσύριγγα καὶ μακαρίως καπνίζοντα. Δὲν τὸν εἶδε, τὸν διέκρινε μᾶλλον, ἐν τῷ μέσῳ τῶν συννέφων τοῦ καπνοῦ, τὰ ὁποῖα τὸν ἐκύκλωναν. Στηρίζων τὴν κεφαλὴν ἐπὶ ὑψηλοῦ ἐρεισινώτου καὶ παίζων μὲ τοὺς θυσάνους τοῦ κοιτωνίτου του, ἐκάπνιζεν, ἐκάπνιζεν ἀτελεύτητα. Ὡς ὄνειρον ἐφάνη εἰς τὴν νεαρὰν γυναῖκα ὅ,τι ἔβλεπεν καὶ παρῆλθεν ἡμίσεια σχεδὸν ὥρα χωρὶς νὰ θελήσῃ ν’ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὸ θεωρεῖόν της. Ἡ καρδία της ἔπαλλε, ἀλλ’ οἱ παλμοί της τώρα ἦσαν ἀλλοίας φύσεως· ἤρχισε νὰ ἐννοῇ. Ἡ μεταξὺ τοῦ συζύγου καὶ τῆς καπνοσύριγγός του σιωπηλὴ σκηνή, ἦτο ὡσὰν μία ἀποκάλυψις δι’ αὐτήν, ἀποκάλυψις θεία· ὡσὰν τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ ἐπότισαν τὴν διψασμένην, τὴν ξηρὰν καρδίαν της μὲ νᾶμα δροσοβόλον, οὐρανόσταλτον… Ἔβλεπεν, ἔβλεπε καὶ μόλις ἐτόλμα ν’ ἀναπνεύσῃ. Ἤθελε τώρα νὰ ὁρμήσῃ, ἤθελε νὰ φωνάξῃ, ἀλλ’ ἔσχε τὴν δύναμιν νὰ κρατηθῇ. Τί χαρά! τὴν ἔβλεπε τώρα τὴν ἀντίζηλόν της, τὴν μόνην της ἀντίζηλον, τὴν καπνοσύριγγα τὴν ἀγαπητήν, τὴν τρισευλογημένην, ὁποῦ τῆς ἤρχετο νὰ τρέξῃ καὶ νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ, νὰ τὴν φιλήσῃ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς της. Δι’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀντιζηλον ἐμελαγχόλει ὁ καλός της σύζυγος, ὁ καλλίτερος τῶν συζύγων! Ὦ! τώρα εἰξεύρει τί θὰ κάμῃ. Ὁ σύζυγος, αὐτὴ καὶ ἡ ξυλίνη ἀντίζηλος θὰ ζῶσι τοῦ λοιποῦ