Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/114

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 108 —

— Τὴν εἶδα χθές, μοῦ εἶπε δειλῶς.

Μὰ τί ἔχεις καὶ μιλεῖς θυμωμένα;

Κατηυνάσθην εὐθύς. Τοῦ ἐπῆρα τὸ χέρι καὶ τὸν εἶδα περίλυπος.

Ἐταράχθη. Δὲν ἦτο κουτὸς ὁ καϋμένος ὁ Π. ἀλλὰ πολὺ ἀγαθὸς καὶ ἀφελής.

— Μὰ τί τρέχει; μοῦ εἶπε χαμηλά.

— Τὴν εἶδα κ’ ἐγὼ τὴ μαμμὴ σήμερα καὶ ὅ,τι δὲν ἐτόλμησε νὰ πῇ σὲ σέ, τὸ ἐξεμυστηρεύθη σὲ μένα, τοῦ εἶπα σχεδὸν μυστικά, ὡσὰν νὰ ἐφοβούμην μὴ μὲ ἀκούσουν. Ἐταράχθη ἀκόμη περισσότερον.

— Τί σοῦ εἶπε; ἠρώτησε σιγανά, ἐνῷ ἡ σιαγών του ἔτρεμε.

ᾘσθανόμην ὅτι με κατελάμβανε δειλία, εἶχα ὅμως πολὺ προχωρήσῃ καὶ ἡ ὀπισθοδρόμησις ἦτο ἀδύνατος.

— Ἐξέτασε χθὲς τὴ γυναῖκα σου καὶ μ’ ἐβεβαίωσε ὅτι μετὰ πέντ’ ἓξ μέρες θὰ γεννήσῃ!…

Μὲ παρετήρει, ὡς νὰ μὴν ἐννοοῦσε…

Μετά τινα δευτερόλεπτα μὲ λέγει, καὶ ἡ σιαγών του ἔτρεμε πολὺ τώρα.

— Πῶς δηλαδή;…

— Μὰ δὲν ἐννοεῖς, καϋμένε ἄνθρωπε;

Ἡ γυναῖκα σου εἶνε μόλις ἓξ μῆνες ποῦ ἦλθε καί…

Ἀπέστρεψα τὸ πρόσωπον, διότι κἄτι μοῦ ἔσφιγγε τὸν λαιμόν. Μετ’ ὀλίγον αἰσθάνομαι τὸ χέρι τοῦ φίλου μου νὰ σφίγγῃ τὸν ἰδικόν μου μὲ δύναμιν ἔκτακτον.

— Τὶ μοῦ φεύγεις; λέγε, τελείωνε, μὲ εἶπεν· ὑποκώφως, προσπαθῶν νὰ μὲ ἰδῇ κατὰ πρόσωπον.

Ἐμάντευσα ὅτι τὰ ἐννόησεν ὅλα καὶ ᾐσθάνθην ἄπειρον οἶκτον.....

Ἤκουα τὴν διακεκομμένην ἀναπνοήν του καὶ στραφεὶς τὸν ἠτένισα μὲ τά μάτια γεμᾶτα δάκρυα…