Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/113

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 107 —

Καὶ τὸν ἔβλεπα καὶ μ’ ἔβλεπε μειδιῶν πάντοτε.

— Μὰ δὲ γελᾷς; μοῦ λέγει.

— Ἐπροσπάθησα νὰ μειδιάσω.

«— Ἕνας χωρικὸς σήμερα εἶχε τὸ ἁμάξι του γεμᾶτο καὶ τὰ πῆρα φθηνά, μὲ εἶπεν. Ἀπεφάσισα ν’ ἀγοράσω κι’ ἄλλα γιατὶ δίνουν κέρδος, Αὐτὰ τὰ κρέμασα γιὰ σημάδι πῶς ἀγοράζω. Γιὰ συλλογίσου ὅμως ἐμπόρευμα ποῦ μοῦτυχε; αἴ;

Κ’ ἐγελοῦσε πάντοτε.

Ἐγὼ μόλις τὸν ἤκουα. Ἐσκεπτόμην, ἴσως ἦτο πρόσφορος ἡ στιγμὴ νὰ δοθῇ ἕνα τέλος. Δὲν ἦτο ἄλλος καταλληλότερος μου καὶ ἀφοῦ θὰ τὰ μάθῃ μιά μέρα, γατί νὰ μὴν τὰ μάθῃ τόρα εὐθύς;

— Πᾶμε μέσα, τοῦ εἶπα ἔξαφνα.

Καὶ διηυθύνθημεν πρὸς τὸ σπιτάκι τοῦ θυρωροῦ, ὅστις ἔλειπεν εὐτυχῶς.

Ἐκεῖ πλησίον εἰς μίαν γωνίαν ὑψοῦτο μέγας σωρὸς κεράτων.

— Ἡ πραμάτεια, μὲ εἶπε πάλιν γελῶν.

Ὁμολογῶ ὅτι ἐκτὸς τῆς βαθείας λύπης, ᾐσθάνθην καὶ ἀγανάκτησιν. Ἡ τύφλωσις τοῦ φίλου μου μὲ παρώργιζε. Κ’ ἐπροτιμοῦσα νὰ τὸν ἰδῶ νὰ θυμώσῃ, νὰ ξεσπάσῃ, παρὰ νὰ τὸν βλέπω νὰ γελᾷ ὡς ὁ ἔσχατος τῶν βλακῶν. Αἱ σκέψεις αὐταὶ ὑπεδαύλιζαν ὁλονὲν τὸν θυμόν μου.

Καὶ τί κάμν’ ἡ γυναῖκα σου; ἠρώτησα ἀποτόμως.

— Εἶνε πολὺ καλά, μὲ εἶπε. Εἶχε κἄτι ἐνοχλήσεις, μὰ πέρασαν.

— Τώρα πρέπει νὰ ἑτοιμάζεται.

— Διατί; ἠρώτησε.

— Αἴ, μὰ πρὸς αὔξησιν τῆς οἰκογενείας, γιατὶ ἄλλο;

— Ποῦ ἀκόμα!… μὲ λέγει.

— Πῶς ποῦ; τοῦ εἶπα θυμωμένος. Εἶδες τὴ μαμμή;