Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/112

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 106 —

πρωῒ ἠγέρθην σκυθρωπός, κατόπιν δὲ συνομιλίας μου μὲ τὴν μαμμὴν διηυθύνθην εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ φίλου μου. Ἤθελα νὰ ἴδω τὴν στάσιν του, τὸ ὕφος του, νὰ μάθω ἐπὶ τέλους, ἂν ὑποπτεύῃ τι. Ἐπλησίασα· ἡ αὐλόθυρα ἦτο ὀρθάνοικτη. Ἐδῶ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐντείνετε ὅλην τὴν προσοχήν σας, διότι ἀξίζει τὸν κόπον. Ἡ αὐλόθυρα λοιπὸν ἦτο ἀνοικτή, ἀκριβῶς δὲ εἰς τὸ μέσον ἐστέκετο ὁ Π. μὲ τὸ γνωστόν μου, ἀγαθόν του ἐκεῖνο μειδίαμα. Τὸν ἠτένισα κατὰ πρόσωπον, ἐκεῖνος δὲ ἄρχισε νὰ γελᾷ τὴν φορὰν ταύτην μ’ ἕνα γέλωτα ἐσωτερικόν, οὕτως εἰπεῖν, ὡς προσπαθῶν νὰ μὴ ἐκραγῇ. Ἐγὼ δὲν ἔβλεπα γύρω μου, μόνον αὐτὸν παρετήρουν, μὲ κἄποιον μάλιστα φόβον, ἂν καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο αἰθριώτατον, ὡς οὐρανὸς ἀνέφελος. Τοῦ ἔτεινα τὴν χεῖρα μὲ σοβαρότατα, ἐκεῖνος δέ:

— Κύτταξε δά, μὰ κύτταξε λίγο ἀπὸ πάνω καὶ τριγύρω, μὲ λέγει μὲ τὸν γέλωτα ἐκεῖνον τὸν ἐσωτερικόν, ὅστις, εἰς τὴν θέσιν ποῦ εὑρισκόμην, μοῦ ἐφαίνετο ἀπαίσιος… Παρετήρησα παντοῦ καὶ τί νομίζετε νὰ εἶδα; Ὑπὲρ τὴν ἀσκεπῆ κεφαλὴν τοῦ φίλου μου ἦσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιᾷ δὲ καὶ ἀριστερᾷ τῶν παραστάδων ἦσαν προσηλωμένα ἀνά δύο ἄλλα, ἀκριβῶς ἀπέναντι τῶν κροτάφων του… Ἔμεινα κατάπληκτος! Ἡ θέσις αὐτή, ἡ κωμικῶς ἀπαισία, ἀντὶ νὰ μοῦ κινήσῃ τὸν γέλωτα, μοῦ ἐπροξένησε ρῖγος… Ἡ αὐλεία θύρα μὲ τὰς παραστάδάς της — ἀντὶ πλαισίων — στολισμένας μὲ ὑπερμεγέθη κέρατα, καὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν ἡ ἐλεεινὴ μορφὴ τοῦ ἀτυχοῦς μου φίλου, ὅστις ἐξακολουθεῖ νὰ γελᾶ, προκαλῶν με νὰ τὸν μιμηθῶ… Γνωρίζων τὴν συμβολικὴν ἔννοιαν τῶν κεράτων, καὶ ὅτι μόνον μερικὰ τετράποδα καί τινες σύζυγοι ἔχουν τὸ προνόμιον νὰ στολίζωνται μ’ αὐτά, εἶπα καθ’ ἑαυτόν, ὅτι βέβαια ὁ δαίμων τῆς κολάσεως θὰ ἐφαντάσθη τὴν εἰκόνα, διότι σατανικὴ πράγματι ἦτο ἡ ἐπίνοια.