Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/100

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 94 —

ἀρχάς. Ἐκεῖνος ἐθλίβετο, χωρὶς ὅμως νὰ κατηγορῇ τὴν σύζυγον — Εἶνε τοῦ χαρακτῆρος της ἔλεγε. Τὸν ἐστενοχώρει ὅμως ἡ εὐθυμία της ἡ θορυβώδης, ἡ σχεδὸν ἀδιάκοπος. Οὐχ’ ἧττον τὴν ἐδικαιολόγει καὶ πάλιν, ἀποδίδων τὴν ζωηρότητά της, τὴν ἔκτροπον καὶ ἀπρεπῆ πολλάκις, εἰς τὴν ἡλικίαν της. — Εἶνε τόσον νέα! ἔλεγε. Τὸ ἀληθὲς εἶνε ὅτι δὲν ἔπταιε καὶ τόσον. Ὁ σύζυγος, ὅλως βυθισμένος εἰς τὴν ἐπιστήμην, ἦτο σοβαρὸς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐνῷ ὁ Ἰσίδωρος ὁ φίλος του, ἦτο ἡ εὐθυμία προσωποποιημένη, εἰς δὲ τὰς ἀστειότητας καὶ τὰς εὐφυολογίας του τὰς ἀνεξαντλήτους, τὰς γαργαλιστικάς, δύσκολα θὰ ἠδύνατό τις νὰ φυλάξῃ σοβαρὸν ὕφος. Πῶς ν’ ἀντιστῇ εἰς αὐτὰς ἡ νεαρὰ σύζυγος τοῦ Κλέωνος; Οἱ δύο νέοι ἡμιλλῶντο τίς νὰ φανῇ τοῦ ἄλλου εὐθυμότερος.

Ὅλως παραδεδομένος εἰς τὰς ἀσχολίας του ὁ Κλέων εἰς τίποτε ἄλλο δὲν ἐφαίνετο προσέχων, τίποτε ἄλλο δὲν ἔβλεπε. Καὶ εἶχε πολλὰ νὰ ἰδῇ, πολλὰ ν’ ἀντιληφθῇ, ἂν ἐπρόσεχε. Ἡ σύζυγος του καὶ ὁ φίλος του ἦσαν ὑπὲρ τὸ δέον εὔθυμοι, ὑπὲρ τὸ δέον θορυβώδεις καὶ μόνον ἐπὶ παρουσίᾳ του προσεπάθουν νὰ κρατῶνται, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώνουν. Ὁ Ἰσίδωρος οὔτε λόγον κάμνει περὶ ἐργασίας καὶ ὁ Κλέων σιωπᾶ μόνον ἀπὸ λεπτότητα, διότι εἷνε τώρα ὀλίγος καιρὸς ὁποῦ, ἐξετάζων τὴν καρδίαν του, εὑρίσκει ὅτι ὁ Ἰσίδωρος δὲν ἔχει πλέον ἐν αὐτῇ τὴν θέσιν ἐκείνην, ἣν κατεῖχε πρότερον. Τὸν στενοχωροῦν τώρα πολὺ οἱ τρόποι του, χωρὶς νὰ δύναται νὰ εἰπῇ ὡρισμένως διατί. Κάτι ἐπίεζε τὸ στῆθός του ἀπό τινος, κάτι τι βαρύ, ὀδυνηρόν, ὡσὰν προαίσθημα συμφορᾶς… Καὶ τὸ αἴσθημα τοῦτο ἐπετάθη ὅτε, μίαν ἑσπέραν, εἰσελθὼν αἴφνης εἰς τὸν προθάλαμον, ἤκουσε τὸν φίλον του νὰ λέγη, ἀποτεινόμενος εἰς τὴν σύζυγόν του, «χρειάζεται πολλὴ προσοχή.» Ἔγεινεν ἔκτοτε σιωπηλότερος, πλέον σοβαρός·