Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/99

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 93 —

φίλον του διὰ γλώσσης θερμῆς. — θὰ μείνῃς πλησίον μου ὅσον θέλεις, τοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ στενοχωρῆσαι καὶ μὲ τὸν καιρὸν κάτι θὰ εὑρεθῇ καὶ διὰ σέ. Ἀλλὰ καὶ ἡ νεαρὰ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ πολύ συνεπάθησε τὸν Ἰσίδωρον, τῇ ὑπερήρεσε δὲ ἡ ζωηρότης καὶ τὸ εὔθυμον τοῦ χαρακτῆρος του, προσόντα τὰ ὁποῖα δὲν εὕρισκεν εἰς τὸν σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εἰς τὰ βιβλία καὶ τὰς συνταγάς του. Ὅλα τὰ κατεῖχε τώρα ὁ ἰατρός· ἐπιστήμην, ἔρωτα, φιλίαν…

Δύο ἔτη παρῆλθον οὕτω. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ θυγάτριον τοῦ ἰατροῦ εἶχεν ἀποθάνῃ. Δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὸ σώσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε τὸ πατρικὸν φίλτρον. Ἐπὶ νύκτας ὁλοκλήρους ἠγρύπνησε παρὰ τὴν μικράν του κοιτίδα, παλαίων ἀνενδότως, μὲ πεῖσμα, μὲ ὅλον του τὸν νοῦν καὶ μὲ ὅλα του τὰ σλάγχνα, τὰ γεμᾶτα ἀπὸ ἀγάπην, κατὰ τῆς νόσου τῆς φοβερᾶς! Εἰς μάτην ὅλα… Ἐσβέσθη τὸ θυγάτριον εἰς τὰς ἀγκάλας του, συμπαρασύραν μεθ’ ἑαυτοῦ τόσα πατρικὰ ὄνειρα, τόσας ἐλπίδας…

Ἦτο ἡ πρώτη ὀδύνη τοῦ Κλέωνος μετὰ τὸν γάμον του, ἡ πρώτη ἀληθινή του ὀδύνη, ἥτις τὸν ἔκαμε νὰ κλονισθῇ εἰς τὰ βήματα του τὰ στερεά, τὰ ἀποφασιστικά. Τὸν κατέλαβον ἀμφιβολίαι, δισταγμοὶ περὶ πάντων… Ἐμονολόγει μεγαλοφώνως, ὀργίλως ἐνίοτε, ὡς νὰ συνεζήτει μὲ ἀόρατόν τινα συνομιλητήν… Κατόπιν τὸν κατέλαβεν ἤρεμος μελαγχολία…

Το θυγάτριον ἐτάφη εἰς τὸν περίβολον τοῦ ναοῦ τοῦ νεκροταφείου, ὅπου συχνὰ μετέβαινεν ὁ δυστυχὴς πατέρας νὰ στολίση μὲ ἄνθη τὸ μικρὸν μνῆμα.

Ὁ φύλαξ τοῦ κοιμητηρίου, γέρων γνωστὸς εἰς τὸν ἰατρὸν καὶ εὐεργετηθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, πρώτην φορὰν ἔβλεπε λύπην τόσον τρυφερὰ ἐκδηλουμένην, ὅ,τι δὲ τοῦ ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν ἦτο, ὅτι ὁ ἰατρὸς ἐπεσκέπτετο τὸ μνημεῖον μόνος… Ἡ σύζυγός του δὶς ἢ τρὶς τὸ ἐπεσκέφθη εἰς τὰς