Unfertiges und Schlechtes
Unfertiges und Schlechtes Συγγραφέας: |
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922) |
Κ’ ἐγὼ τὴν ἐκαμάρονα τὴ χαμηλοβλεποῦσα
Μ’ ὅλην τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς γιατὶ τῆν ἀγαποῦσα.
Ἀπὸ μιὰν ὀμορφιὰ σκαλόνει σ’ ἄλλη,
Σὰν ἀπὸ ἀνθὸ σ’ ἀνθὸ ξανθὸ μελίσσι,
Ἡ ψυχή μου, νέα γλύκα νὰ μελίσῃ
Κ’ ὕμνους ἐρωτικοὺς ν’ αἠδονοψάλῃ.
Κλεῖ ἡ ψυχή μου σὰν ἄνθι σὲ κατάκρυα
Νύχτα τὴ συμφορὰ ποὺ τὴν πλακόνει·
Ἡ πικρία τὴν καρδιά μου φαρμακόνει.
Μὰ τῶν ματιῶν μου ἐστέρφεψαν τὰ δάκρυα.
Γιὰ σὲ θὰ πλέξω τραγουδάκια χίλια
Μὲ τὰ παλιά κι’ ἀγαπημένα λόγια,
Π’ ἄκουσα ἀπ’ τὼν πεντάμορφων τὰ χείλια
Στὲς βρύσες τοῦ χωριοῦ καὶ στὰ χαμώγια.
Σὲ ξανάειδα στὴ βάρκα μὲ φεγγάρι
Κοιμάμενη· ἐκαζόταν ὄνειρά σου
Τὰ πάντα ὅλα ψηλὰ καὶ ὁλόγυρά σου,
Καὶ ἡ ψυχή μου τὰ ἐρρούφαε σὰ σφογγάρι.
Κι’ ὅλα, τὸ οὐρανικὸ μαργαριτάρι,
Τὰ μαῦρα (ὢ νύχτα) μακρυὰ σγουρά σου,
Ἡ θάλασσα (ὢ χυτὸ κορμί, χαρά σου!)
Μένουν παντοτεινό μου θυμητάρι.
Βογγᾷ ἡ κρασάτη θάλασσα μὲ ἀπάνου
Μιὰ σπιθαμὴ τ’ ὁλόχρυσο φεγγάρι.
Ἡ γῆς ξεκουκουλόνεται ἀπ’ τῆς κρύας
Κατάχνιας τὴ χιονάτη καμουλίκα
Κι’ ὡς ξόρκι ἀγάπης ἀνεβαίνει ἡ γλύκα
Τῆς ἁπαλόχρωμής της θεωρίας.
Ἤθελα νὰ σοῦ πλέξω ἕνα στεφάνι
Ποῦ ἄλλο ὅμοιο σὰν κι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἐφάνη,
Ποῦ νὰ τριοντίζῃ κάθε του λουλοῦδι
Καὶ νἆναι τὸ τριόντισμα τραγοῦδι,
Καὶ νἆναι κάθε χρῶμα του ἕνας ἦχος
Καὶ κάθε του πετάλι κ’ ἕνας στίχος.
Νοήματα ψηλά, στίχοι σφαρμένοι!
Τέτοιο παίνεμά σοῦ ’παν οἱ φωστῆρες
Τῆς ἐποχῆς σου, δάσκαλοι μὲ στεῖρες
Τὲς φαντασίες, μὲ τὴν καρδιὰ παρμένη,
Γαϊδουράφτηδες...
Γενιοκρατιέσαι ὁλόϊσ’ ἀπὸ τὸν Ἶρο.