Σελίδα:Manussos.djvu/117

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 117 

—Χήρα, ὀρφανὴ, καὶ πῶς θὰ νὰ σ’ ἀφήσω
’Σ τοῦ κόσμου ταὶς πικράδαις, ὦ ψυχή μου;
Ἔλα σιμά μου.... ἐδὼ.... θὰ σὲ κρατήσω....
Φεύγει ἡ ζωὴ σιγὰ ἀπὸ τὸ κορμί μου....
Ἐπάγωσα ὅλη, ᾑ δύναμές μου σβυῶνται....
Νἄβλεπα κᾄνε τώρα τὸ παιδί μου!...
Ἑφτὰ χρόνοι πικροὶ σήμερα κλειῶνται,
Ποῦ μ’ ἄρπαξε τὸ φῶς, ἡ συμφορά μου,
Καὶ σὰν ἄγρια βουνὰ μ’ ἀναθυμιῶνται·
Καὶ τώρα;... ἡ γῆ θὰ φάῃ τὰ κόκκαλά μου,
Γιατὶ τὴν σάρκα τὴν προπῆρε ὁ πόνος,
Κ’ ἐρρούφηξε τὸ αἷμα ἀπ’ τὴν καρδιά μου....
Ἐσὺ μονάχος, Πλάστη μου, ἐσὺ μόνος
Ὁποῦ τὰ σπλάγχνα μοῦ ἔχεις διαβασμένα,
Κάμε νὰ πέσῃ ὁ μαραμμένος κλῶνος....
Ἀγάπα τὰ παιδάκια μου, Παρθένα,
Μὲ τὴν ἀγάπη ὅπ’ ἔχεις ’ς τὸ παιδί σου,
Κι’ ἀπὸ τὸν ᾅδη γλύτωσε κ’ ἐμένα.—
—Φθάνει, μαννοῦλα, φθάνει κι’ ἀκουμπίσου·
Τὸ πικρὸ κλάμμα, ὁ στεναγμὸς ἂς πάψῃ,
Ἀνάπαψε λιγάκι τὸ κορμί σου.—
—’Σ ὀλίγο αὐτὸ γιὰ πάντα θ’ ἀναπάψῃ,
Ἀλλ’ ἄφησέ μου τὴν καρδιὰ, τῆς λέει,
Σιμὰ ’ς ἐσὲ, τὸ τέλος της νὰ κλάψῃ.—
Καὶ ’ς τὴν ἀγκάλη σφίγγονται, καὶ κλαίει
Μάννα μαζῆ καὶ θυγατέρα τόσο,
Ὁποῦ τὸ δάκρυ ’ς τὸ κλινάρι ῥέει!....
Νάτος ποῦ μέσα τρέχωντας ὡστόσῳ,
Ὁ Νικολάκης τὸ παιδάκι μπαίνει....