Τῆς μάννας του ἀγαπῶντας νὰ τ’ ἀφήσῃ
Λιγόστευε σιγὰ τὴν δύναμί της....
Ἕνα πικρὸ της ὄνειρο εἶχε ἀρχίσει
Ἡ Τυφλὴ, τῆς Χρυσούλας νὰ ξηγάῃ,
Μαῦρο, ὅπως τᾦχε ὁ νοῦς της εἰκονίσει.
Καὶ μόλις ’ς τὸ μισὸ τὤνειρο πάει,
Ἡ ἀφωρεσμένη κουκουβάγια ἀρχίζει
’Σ τὴ σκέπη τοῦ σπητιοῦ της νὰ βογκάῃ.
Ἀπ’ τὸ φόβο ἡ Χρυσοῦλα σπαρταρίζει,
Τρέμ’ ἡ Τυφλὴ, καὶ κόβεται ἡ λαλιά της
Καὶ λέξες συντριμμέναις μουρμουρίζει....
Ὤ, πῶς αὐτὴ θωρεῖ τὴν συμφορά της!...
Καθὼς ’ς τὸ ξόδι ἀπὸ μακρυὰ ἡ καμπάνα
Στέρνει τὰ θλιβερὰ στενάγματά της.
—Εἶσ’ ἀχνή! δὲν μιλᾷς, σὰν τί ἔχεις, μάννα;—
—Τὸ νυχτοποῦλι δὲν γροικᾷς, παιδί μου;
Ἄχ, βόηθα με, τὰ μέλη μου ἀπεθάνα.
Μοῦ παραστέκει ὁ Χάρος τὴν ψυχή μου!
Ἄχ, τὤνειρό μου εἶναι σωστὸ, δὲν σφάλλει,
Ἀπόψε θὰ τελειώσῃ αὐτὴ ἡ ζωή μου....
Ὤ, πόσο μοῦ βαρένει τὸ κεφάλι!...
Βάλε μου ἐδῶ, ’ς τὸ μέτωπο τὸ χέρι
Ὁποῦ τὸ ζώνει τοῦ θανάτου ἡ ζάλη!—
—Μὴ λὲς ἔτσι, μαννοῦλα, τί θὰ ξέρῃ
Ἕνα λωλὸ πουλάκι ὁποῦ λαλάει;—
—Σῶπα, παιδί μου, ὁ Χάρος τὤχει φέρει....
Ποῦ νᾆνε ὁ Νικολάκης μου; ποιὸς πάει
Νὰ μοῦ τὸ φέρῃ ἐδὼ νὰ τὸ φιλήσω;—
—Μάννα, θὰ νἄρθῃ,.... μάννα, παιγνιδάει—