Λίγο νερὸ ’ς τὰ χείλη νὰ τῆς δώσῃ.
Ὀρθόνεται ἡ Χρυσοῦλα, ἀναμαλλιάζει,
Στρέφει, θωρεῖ τὴν μάννα ἀναστημένη,
Σαστίζει, κλαίει, γελᾷ, τὴν ἀγκαλιάζει.
Καὶ, — Μάννα μου, τῆς λέγει, ἀγαπημένη,
Ὤ, ζῇς λοιπόν! ὤ, πές μου, ζῇς ἀκόμα;
Ἐγὼ σ’ ἔκλαιγα ἡ μαύρη πεθαμένη.—
Καὶ μ’ ὅση ἔκλεισε ἀγάπη θνητὸ σῶμα,
Τὴν σηκόνει, τὴν βάζει νὰ καθησῃ,
Καὶ τὴν φιλεῖ ’ς τὸ μέτωπο, ’ς τὸ στόμα.
Ἐκείνη, δίχως νὰ χαροκοπήσῃ,
’Σ τὴν χαρὰ τοῦ παιδιοῦ της, σιωπῶντας
’Σ τὰ χέρια της τὸ μέτωπο ἔχει κλείσει.
Ὡσὰν αὐτὸς ποῦ κἄτι ἀναθυμῶντας
Τὸ σκόρπιο νοῦ του προσπαθεῖ νὰ ἑνώσῃ....
Ἀλλὰ ’ς ὀλίγο αὐτὰ τῆς λέει γελῶντας·
—Ποιός μἔχει ἐδῶ ’ς τὴν κλίνη μου ἀπιθώσει;
Ἐγὼ δὲν ἐκατέβηκα μαζῆ σου
’Σ τὸ περιβόλι; ποιός μ’ ἔχει σηκώσει
Ἀπὸ κεῖ κάτω; πές μου ’ς τὴν ψυχή σου;...
Ἤμουν τόσο γλυκὰ ἀποκοιμημένη!...
Ποῦθε ἀναβρύζει αὐτὴ ἡ χαρὰ ἡ δική σου;—
’Σ τὸ ῥώτημά της ἡ Χρυσῆ δὲν κρένει,
Γιατὶ φοβᾶται μήπως καὶ παιθάνῃ
Ἂν τῆς εἰπῇ πῶς ἦτον δειλιασμένη,
Καὶ μὲ τὸν κάθε τρόπο τήνε κάνει
Νὰ πειστῇ πῶς ἀνέβηκε μαζῆ της,
Καὶ σὲ γαλήνη τὴν καρδιὰ τῆς βάνει.
Ἀλλὰ ’ς τὸ σῶμα τὸ φθαρτὸ, ἡ ψυχή της,