—Ποὖνε ἡ Καλή μου; κἄτι θὰ τῆς δώσω.—
Λέγωντας ἔτσι, χύνεται, ἀνεβαίνει
’Σ τὴν ἔρημη τὴν κλίνη, τήνε κράζει....
Ἀλλ’ ἡ γλυκειὰ Καλή του ἡ μαυρισμένη
Δὲν τὸ φιλεῖ πιλειὸ, δὲν τ’ ἀγκαλιάζει....
Μιὰ φωνὴ τότ’ ἀκούσθη ἀπὸ τὰ οὐράνια,
—«’Σ τὴν γῆν ὁποῦ μὲ τρέμει καὶ δοξάζει,
Ὅσα ἔδωσα καὶ δίνω, εἶν’ ὅλα δάνεια.»—