1939

Από Βικιθήκη
1939
Συγγραφέας:
από τη συλλογή: «Τα ποιήματα της σκιάς»


Tώρα, που γυρίζει πάλι,
προς την άνοιξη ο καιρός,
κι ο ήλιος, σαν καρδιά μεγάλη,
μας αγγίζει φλογερός^
που όλα γύρω απ’ του χειμώνα
λυτρωμένα να ζούνε μόνα,
λαχταρούνε για στοργή,
κι όλα βρίσκουν τα ‘να τα’ άλλ
Σα χαμένο θησαυρό
Με το νου μου είπα να βάλω
Κι εγώ κάτι πως θα βρω…
Και κινώντας ένα γιόμα,
Σαν αλήτης που πεινά
(και απ’ αυτόν ίσως ακόμα
πιο βουβά και ταπεινά)
και με κάποιον κρυφό τρόμο,
στην ψυχή την ορφανή,
γύρεψα δειλά στο δρόμο
κάτι, θε μου να φανεί!
Μα δεν πρόκανες ελπίδα
Μια στιγμή να μου φανείς
Και για μένα , αμέσως, είδα,
Πως Δε βρίσκετε κανείς,

Και χωρίς να ρίχνω πίσω
Μάτια πόθου φλογερά.
Πρέπει ν’ αποχαιρετήσω
Κάθε σκέψη και χαρά…
Τι κι αν όλα λένε, γύρα,
Πως δεν ήταν ως εκεί,
Κι αρχινάν, της γης τα μύρα,
Την παλιά τους μουσική;
Τι και φέγγε, απάνωθέ μου,
Πλούσιος ο ήλιος ο παλιός;
Ολ’ αυτά, για μένα, Θε μου,
Πόσο, τότε, ήταν αλλιώς…
Κι έτσι, ανοίγοντας τη θύρα,
Που οδηγεί προς τα Παλιά,
Να σκορπίσουν όλα, γύρα
Σαν ανώφελα πουλιά,
Θα βαδίσω προς το Πέρα,
Δίχως τίποτα να πω,
Χωρισμένος κάθε μέρα
Κι από κάτι π’ αγαπώ
Καρτερώντας ως την ώρα,
Πάλι, Θε μου, που θενά
Σμίξουμε, για πάντα τώρα
Μες στο Μέγα Πουθενά…