Ένας χαμένος κύκλος

Από Βικιθήκη
Ένας χαμένο κύκλος
Συγγραφέας:
από τη συλλογή: Τα ποιήματα της σκιάς


«Και ο λόγος σάρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν»
Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον

1
Μες στη βαθιά τη νύχτα – πάνε χρόνια,
στου Αγνώστου την αθώρητη κορφή
πιο πέρα κι απ’ τους δρόμους της Χιμαίρας
υπήρχε από καιρό, δεν ξέρω, τι
- κάτι δειλό, κι αλλόκοτο, και μόνο,
που γύριζε, και γύρευε μορφή.
Να γίνει, απ’ όλα γύρω του, το πρώτο,
Θε να ταν απ’ την μοίρα του γραφτό
Μπορεί κανένα πλάσμα, ίσαμε τώρα,
Να μην είχε φανεί καθώς αυτό
Μπορεί και να ήταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό…
Και να που, με καιρό, καθώς γυρνούσε,
Ζητώντας , μεσ’ απ’ άστρα να φανεί,
Κατόρθωσε και πρόβαλε, επιτέλους
Ένα φτωχό λουλούδι, ένα πρωί…
Τρίλλιζαν, κελαηδούσαν τα πουλάκια,
Χαρά θεού, γελούσαν οι ουρανοί!
Βγήκε σε μια πλαγιά, - τα’ ήταν δεν ξέρω,
Και μήτε και μπορώ να πω το που·
φτωχό λουλούδι, καν απλό χορτάρι
Του κάμπου των αγρών ή του γιαλού,
- κι αν άνοιξε στα μέρη τα δικά μας
ή μην αυτό συνέβη αλλού…
το μεσημέρι φάνταζε Σα φλόγα,
και γιόμιζε το μέρος ευωδιά^
μια μικρή μέλισσα ήρθε, προς το βράδυ,
στα πέταλά του τα χιμαιρικά,
κι έγινε το καλύτερο το μέλι,
σ’ όλο τον τόπο εκείνη τη χρονιά…
μεγάλωσε, έτσι, αμέριμνα, ως το βράδυ
μα πριν το βράδυ πέσει στο βουνό,
περινούσ’ ένας βοσκός με το κοπάδι,
που αργά τραβούσε κατά το χωριό
το’ κοψε, και το πέταξε πιο πέρα
πριν να προβάλουν τα’ άστρα, ήταν νεκρό…
2
τη δεύτερη φορά που ήρθε στη γη μας,
ήταν ένα γατάκι γαλανό^
γεννήθηκε μια νύχτα του Φλεβάρη,
λαμπρό φεγγάρι ήταν στον ουρανό^
κι αυτό έγινε, δεν ξέρω σε ποιον τόπο,
σ’ ένα μικρό σπιτάκι σκοτεινό.
Σ’ αυτό καθόταν μοναχά μια γριούλα
Μια γριούλα με τα πέντε της παιδιά
Τα δυο μεγάλα λείπανε στα ξένα,
Χωρίς ελπίδα να γυρίσουν πια
Μονάχα τα κορίτσια ήταν κοντά της,
Κι ο πιο μικρός με τα σγουρά μαλλιά.
Λίγο έλειψε κι αυτό να πάει με τα’ άλλα:
Μα επειδής ήταν άσπρο, παχουλό,
Το γλυτώσεν αποβραδίς η Αννούλα,
Και το’ βανε κρυφά στο πλυσταριό
Και αργότερα του πέρασε, για χάζι,
Μια κορδελίστα γύρω στο λαιμό.
Ποιος να’ λεγε σ’ εκείνους τους καημένους,
Που ζούσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πως έλαχε σ’ αυτούς ο κλήρος, τώρα,
Ν’ ακούσουν τη μεγάλη τη Φωνή.
-να ιδούν το Κάτι εκείνο, που είχε κάνει,
δεν ξέρω πόσους αιώνες να φάνει!
Τώρα ήταν ένα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο και γλυκό^
Τα μάτια του κοιτούσαν ώρες- ώρες,
Μ’ ένα μυστήριο τόσο αγγελικό,
Που μόνο αυτό θ’ αρκούσε, μια για πάντα,
Να διώξει απ’ τους ανθρώπους το κακό…
Τότε έπεσε πολλή χαρά στο σπίτι·
Γύρισε ο πρώτος γιος, ο ναυτικός,
Με το πουγγί γιομάτο, από τα ξένα
Σε λίγο ήρθε και ο δεύτερος ο γιος
Κι η Αννούλα πήρε κάποιο παλικάρι,
Κι έπαψε η γρίνια πια και ο τσακωμός…
Η δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ’ ένα χωριό γειτονικό, σιμά^
Κι ο μικρούλης, ακόμα ο πιο τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι έβγαζε αρκετά.
Στα τελευταία, κι η μάνα μια αυγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αυτή παντοτινά…
Και το γατάκι ξάπλωνε στον ήλιο,
Κι όλα βαδίζαν, όλα, μια χαρά!
Μα να που ένα βραδάκι του χειμώνα,
Το βρήκε πάλι κάποια συφορά:
Μια ρόδα, ξαφνικά το πήρε σβάρνα,
Και του’ σπασε και τα δυο του τα πλευρά…
Στο δρόμο, χάμου, απόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λες, κι εγώ δεν ξέρω τι,
Με την απελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, και σπαραχτική!
Μ’ αν έτυχε και κάποιοι να περάσουν,
Ήταν αδιάφοροι και βιαστικοί…
Στις πέντε, προς το βράδυ, ξεψυχούσε
Τριγύρω του απλωνόταν ερημιά
Κανένας, τώρα, να το συμπονέσει,
Μήτε καμιάν ελπίδα πουθενά…
Πύκνωσε το σκοτάδι, βγήκαν τα’ άστρα,
Κι αρχίνησε να βρέχει σιγανά.
Στις έντεκα, τη νύχτα ζούσε ακόμα^
Μα τώρα πια η φωνή του ήταν φριχτή
Θαρρείς ένα τραγούδι του Υπερπέραν,
-κάτι που δεν λεγόταν πια φωνή!
Σχεδόν ως τα μεσάνυχτα ακουγόταν,
Ώσπου, στο τέλος, έπαψε κι αυτή…
3
δοκίμασε άλλη μια φορά για να’ θρει
- κι έγινε ένα παιδάκι τρυφερό
σο μέρος που γεννήθηκε, είχε πέσει
κακό μεγάλο, εκείνο τον καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
το τι γινόταν ήταν φοβερό!
Σαν έκλεισε τα πέντε του τα χρόνια,
Και πήγε στο σκολείο της γειτονιάς,
Βασίλεψε παντού μια τέτοια ειρήνη,
Που κλέφτης δεν υπήρχε ούτε φονιάς!
Τώρα, όλες οι γωνιές κι όλες οι στράτες
Ήταν γιομάτες άνθη λεμονιάς…
Κάθε φορά που πήγαινε στην τάξη
Με την μικρή του ζώνη, τη λευκή
Στο δρόμο, όσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνούσαν το κεφάλι εκστατικοί
Και γητεμένοι κι ονειροπαρμένοι
Τα ακολουθούσαν μυστικά ως εκεί!
Κι όσο για τα μεγάλα του τα μάτια,
Τα’ αλλόκοτα, γλυκά και τρυφερά
Σκορπούσαν τόσο φως ολόγυρά του
Κι ήτανε τώρα τόσο φλογερά
-που μόνο αυτά αρκούσαν, εδώ κάτου
να φέρουν την στοργή και την χαρά…
Μα μ’ όλ αυτά δεν γλύτωσε και πάλι·
Κάποιο μουντό βραδάκι θλιβερό,
Την ώρα που αρχινούσε το σκοτάδι
Καθώς γυρνούσε μόνο απ το σκολειό
Σε μια γωνιά περνούσε κάποιο τρένο:
Το πρόλαβε, - και το κόψε στα δυο…
4
κι έτσι, αφού τρεις φορές, μεσ’ απ΄τη Νύχτα
με τρεις μορφές δοκίμασε να ρθει
κατάλαβε πως άδικα ζητούσε
να δει, σ’ αυτή την πλάση, προκοπή
γι’ αυτό, κι εκείνο , γύρισε για πάντα
και χάθηκε, ξανά μες στην Σιωπή.