Ο πραματευτής
←Ο Τρύφων και η Χρυσόφρυδη | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Ο πραματευτής |
Σάτιρα→ |
Ηρθε ἀπ’ τὴν Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ’ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτια.
Κ’ οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κ’ οἱ παντρεμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.
Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ
σὲ δαχτυλίδι μέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία ἡ Χήρα δὲ βαστᾷ:
— Πραματευτή, πολὺ μ’ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποῦ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πῇς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα…
— Δὲν τὴν πουλῶ μὲ οὐδὲ φλουριὰ
μὲ οὐδ’ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσσα·
ἔτσι, ὡραία, ὡραία — πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου εὕρω δυὸ τὴ δίνω...
-Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ ὥρια μάτια,
καὶ κεῖ σοῦ φέρνω τὴν τιμὴ
καὶ παίρνω τὴν πραμάτεια.
Τραβάει ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ μεσημεριοῦ τὴ στάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ μοῦλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μοῦλα στὴν ξυνομηλιὰ
ποῦ ἡσκιώνει ἐμπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ μάτια του ποῦ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται...
Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποῦ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες
ἀνήσκιωτα κορμιά, ἀδειανὰ
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξούδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κ’ ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
κ’ ἔχουν ροδόφυλλα γιὰ νύχια
κ’ ἔχουνε χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπήθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκερο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες-
Καὶ μιά, ἡ Ἐξωτέρα ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπάει τὸ νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.
Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι ἐκεῖνο:
-Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου εὕρω δυὸ τὴ δίνω
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ — ὦ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου,
μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴν ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!