Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σάτιρα

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Σάτιρα


ΣΑΤΙΡΑ

ΑΠΡΙΛΗΣ, Κυριακή· τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ
μεγάλ’ ἡ χάρη
γλεντάει ἀπολείτουργα ὁ λαὸς
τοῦ Ἄσπρου Χωριοῦ,
λάμπει ὁ ναὸς
τοῦ νιοῦ, τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ, τοῦ καβαλλάρη.

Ραίνουν οἱ ἀκακίες γύρα
περίγυρα τὰ μύρα
κ’ οἱ πασχαλιές,
ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη
ψάλλει
στὸ βάθος, πίσω ἀπ’ τὶς παλιὲς ἐλιές.

Χαρὰ κι ἀναγαλλιάζει τοὐρανοῦ
τοῦ γαλανοῦ
ἀπ’ τὴν καρδιά μου λὲς καὶ ξεχειλίζει:
στὴ χλόη ἡ ἀγάπη μου ἡ ξανθὴ
μ’ ἀνθοὺς στολίζει
τὴν ἀδερφή μας τὴ μελαχρινή.

Ἐμᾶς μεθᾷ ἡ ὀμορφιὰ
ποῦ γύρω ἡ ἄνοιξι σκορπίζει·
γλεντάει καὶ ὁ λαός· ἡ συντροφιά,
τὸ νέο τἀρνὶ καὶ τῶν κλημάτων
τὸ ξανθὸν αἷμα τὰ παλιὰ γυρίζει
τὰ αἵματά των.

Άνάβει ἡ μέθη καὶ γυρνᾷ
μὲ ξέχειλο ποτήρι,
θρηνοῦνε τὰ ὄργανα βραχνὰ
καὶ σύσμιχτη βουὴ περνᾷ
καὶ τρικυμίζει -ὄξω νοῦ!- τὸ πανηγύρι.

Τὸ Εὔθυμο Πνεῦμα, ποῦ πειράζει
τὴ δύναμι τοῦ νοῦ,
τοῦ ἑνοῦ τὰ στήθη ξεσκεπάζει
λύνει τὴ γλῶσσα τἀλλουνοῦ,
κι ἀπολυτός, σὰ νέπ πουλάρι,
ὅπου τὸν πάει πάει ὁ νοῦς
μέσα σὲ ἀχνοὺς καπνούς·
τοὺς γνώριμους μαγεύει τόπους
καὶ στοὺς ἀλλοίθωρους ἀνθρώπους
δείχνει ἄψυχα καὶ ψυχωμένα
σὰν φανταγμένα.

Κι ἄξαφνα στρέφουν στὸ γιαλὸ
τὰ μάτια τους μικροὶ μεγάλοι:
πίσω ἀπ’ τὸν κάβο τὸ ψηλὸ
πλεούμενο, σὰ φάντασμα, προβάλλει
καὶ πάει σιγαλινά, γιαλὸ
γιαλὸ τὸ περιγιάλι.

Καὶ γιὰ ὥρα παύουνε οἱ φωνές,
βαθειὰ ἡσυχία παίρνει,
σὰν νὰ μὴν εἶχαν δῇ ποτὲς
ξοπίσω τὸ καράβι λὲς
τὰ πνεύματά τους σέρνει·
κι ἁπλώθη κρύφια συνοχὴ
πέρα καὶ πέρα,
σὰν τὴ μονότονη βροχὴ
στὴν ἄδεντρη ἐξοχὴ
σὲ φθινοπώρου ἡμέρα...

Ὅσο ποῦ κάπου ἕνα παιδί:
–«ἡ σκούνα τοῦ στραβοῦ τοῦ Ἀνέστη·»
φωνάζει μὲς στὰ πλήθη·
στοῦ πρώτου τὴ φωνή,
-«πάει βελανίδι στὸ Τριέστι·»
μιὰν ἄλλη ἀπολογήθη.

Λύσαν τὰ μάγια κι ἀρχινάει
ἀπὄνα στόμα σ’ ἄλλο
ὁ λόγος νὰ γυρνᾷ
καὶ γίνεται τραγούδι
ὁ λόγος στὰ στερνά:
-Ἡ σκούνα τοῦ στραβοῦ τοῦ Άνέστη
πάει βελανίδι στὸ Τριέστι.

Τὸν ὄχλο ἡ τρέλλα σφίγγει
τετράδιπλη ἀπὸ πρὶ
καὶ μὲ βραχνὸ λαρύγγι
τὸ τραγουδοῦνε
μεγάλοι καὶ μικροί:
-Ἡ σκούνα τοῦ στραβοῦ τοῦ Άνέστη
πάει βελανίδι στὸ Τριέστι.
.............
Μὰ ἡ τέχνη τὰ κοινὰ στοιχεῖα κορφολογᾷ
κι ἀπ’ τἄνθη τῶν πραγμάτων
τὸ τρίδιπλο τρυγάει
τὸ ἀπόσταγμά των.