Αισώπου Μύθοι/Χαλκεύς και κυνάριον
Αἰσώπου Μῦθοι Χαλκεὺς καὶ κυνάριον |
Χαλκεὺς εἶχε κύνα, καὶ ὅτε μὲν ἐχάλκευεν, ὁ κύων ἐκοιμᾶτο· ὅτε δὲ ἤσθιεν, παρίστατο αὐτῷ. Ὁ δὲ ὀστοῦν ῥίψας αὐτῷ εἶπεν· «Ταλαίπωρε, ὑπνῶδες, ὅταν μὲν τὸν ἄκμονα κρούω, ὑπνοῖς· ὅταν δὲ τοῦς ὀδόντας κινήσω, εὐθὺς ἐγείρῃ.»
[Ὅτι] τοὺς ὑπνώδεις καὶ ἀργοὺς καὶ ἐξ ἀλλοτρίων πόνων τρεφομένους ὁ μῦθος ἐλέγχει.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας μεταλλουργός είχε ένα σκυλί. Όταν ο μεταλλουργός εργαζόταν με το σφυρί στο αμόνι, ο σκύλος κοιμόταν, δεν ενοχλούνταν καθόλου από τον θόρυβο του σφυροκοπήματος. Όταν ο μεταλλουργός καθόταν να φάει, ο σκύλος σηκωνόταν κι ερχόταν κοντά του κουνώντας την ουρά του. Έτσι μια φορά που ο μεταλλουργός κάθισε και έτρωγε, ήρθε ο σκύλος κοντά του και κουνούσε την ουρ άτου, σαν να έλεγε «δώσε μου να φάω.» Ο μεταλλουργός του έδωσε ένα κόκκαλο και του είπε: «Όταν χτυπάω το σφυρί πάνω στο αμόνι με μεγάλο θόρυβο, εσύ κοιμάσαι και όταν χτυπάω τα κάτω δόντια στα πάνω με ελάχιστο ήχο, εσύ ξυπνάς.»