Τρελαντώνης/Κεφάλαιο Ε'

Από Βικιθήκη
Τρελαντώνης
Συγγραφέας:
Ε'. Ο Γιάννης


Ο θείος ο γιατρός έφθασε και πήγε πάνω με τη θεία Μαριέτα.

- Μην κουνήσετε από δω από τη βεράντα, είπε η θεία στ' αδέλφια. Εκτός...

Σήκωσε τα μάτια της στα σύννεφα που μαζεύουνταν πυκνά από τη δύση.

- Εκτός αν βρέξει, πρόσθεσε, και τότε να μπείτε μέσα. Και ακολούθησε το θείο, ίσιο, λιγνό, με ψαρό μουστάκι και γένια, που ανέβαινε. Και πέρασε πολλή ώρα κι εκείνοι δεν κατέβαιναν.

- Θα είναι πιο άρρωστη η μις Ράις! είπε η Αλεξάνδρα.

- Ίσως πέθανε πια! πρόσθεσε η Πουλουδιά. Και όλα τ' αδέλφια μελαγχόλησαν.

Και τότε ήλθε ο Γιάννης. Με τα χέρια στις τσέπες, κουνιστός, χωρίς βία, ανέβηκε τις σκάλες της βεράντας και ρώτησε:

- Πού είναι η θεία Μαριέτα;

- Απάνω, με το θείο. Η μις Ράις είναι πολύ άρρωστη, αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

Ο Γιάννης είχε βγάλει το δεξί του χέρι από την τσέπη του και, σα μεγάλος, το έδωσε στην Αλεξάνδρα, στον Αντώνη, στην Πουλουδιά και στον Αλέξανδρο, και είπε στον καθένα χωριστά:

- Καλησπέρα!

Το είπε πολύ ευγενικά. Και ύστερα από τη χθεσινή του διαγωγή, που μάδησε τον τοίχο για να καθαρίσει τα χέρια του, τ' αδέλφια δεν ήξεραν πολύ καλά τι στάση να πάρουν. Ο Γιάννης όμως δε φαίνουνταν καθόλου ν' αντιλαμβάνεται πως βρίσκουνταν σε στενοχώρια τα εξαδέλφια του. Σα να μιλούσε σε μεγάλη κυρία, είπε ευγενικά της Αλεξάνδρας:

- Η μητέρα μ' έστειλε να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος. Ανησύχησε που στείλατε έτσι βιαστικά να πάρετε τον πατέρα.

Ο πληθυντικός «στείλατε» και «να πάρετε» κολάκευσε πολύ την Αλεξάνδρα, που δεν είχε φαντασθεί ως εκείνη την ώρα πως έπαιζε ρόλο, εκείνη και τ' αδέλφια της, στον ερχομό του θείου Γιώργη. Άλλο τόσο ευγενικά και πρόθυμα αποκρίθηκε του Γιάννη:

- Ναι! Παρακαλέσαμε να έλθει πολύ γρήγορα, γιατί η μις Ράις είναι πολύ, πάρα πολύ άρρωστη.

- Τι έχει; ρώτησε ο Γιάννης χωρίς να φαίνεται πολύ ταραγμένος.

- Παραμιλά! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. Μα καθόλου δεν ταράχθηκε ο Γιάννης.

- Πολλοί άνθρωποι παραμιλούν και με λίγο πυρετό! είπε καθησυχαστικά.

Τ' αδέλφια θαύμασαν. Τι είναι ωστόσο να 'χεις πατέρα γιατρό!

Μα θυμήθηκε η Αλεξάνδρα κάτι φοβερό.

- Η θεία. είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Και η κερα-Ρήνη λέγει πως θα είναι του θανατά!

Ο Γιάννης χαμογέλασε με επιείκεια.

- Ούτε η θεία ούτε η κερα-Ρήνη δεν είναι γιατροί! είπε. Αυτή η ασυζήτητη αλήθεια αποστόμωσε τ' αδέλφια που, και τα τέσσερα, όρθια, θαμπωμένα, κοίταζαν τον Γιάννη. Τους είδε αυτός και γέλασε.

- Τι με κοιτάζετε έτσι; ρώτησε.

Πολύ ντράπηκαν τ' αδέλφια και όλα κούνησαν από τη θέση τους και καμώθηκαν πως κάτι γυρεύουν. Άθελα γύρισε η Αλεξάνδρα στον τοίχο που είχε μαδήσει χθες ο Γιάννης, ενώ ο Αλέξανδρος έσκυβε να κουμπώσει ένα χαμένο κουμπί από το παπούτσι του, η Πουλουδιά άπλωνε το χέρι της πάνω από την καγκελαρία να δει αν βρέχει, και σιωπηλά ο Αντώνης κατέβηκε στο δρόμο.

Μα τον είδε ευτυχώς η Αλεξάνδρα κι έτρεξε στη σκάλα και του φώναξε:

- Η θεία είπε να μην κουνήσομε από δω! Κοντοστάθηκε ο Αντώνης και κακοθέλητα είπε:

- Πάγω μια στιγμή στης Αλίς.

- Όχι, να μην πας! πρόσταξε η Αλεξάνδρα. Θα θυμώσει η θεία!

Αργά επέστρεψε ο Αντώνης και, κλοτσώντας ένα ένα τα σκαλοπάτια όσο ανέβαινε, είπε:

- Θέλω κάτι να ρωτήσω την Αλίς...

- Ποια είναι η Αλίς; ρώτησε ο Γιάννης.

- Η Αλίς Χορν... Κάθεται δω, πλάγι μας, αποκρίθηκε βιαστικά η Πουλουδιά, ενθουσιασμένη που βρήκε μια κουβέντα να κάνει με το μεγάλο εξάδελφο. Παίζομε συχνά μαζί της. Έχει κι έναν αδελφό μεγάλο, που τον λένε Μαξ. Τον ξέρεις, Γιάννη;

- Τον ξέρω, είπε ακατάδεχτα ο Γιάννης. Έρχεται στο σχολείο μου.

- Έχει κι ένα μικρό αδελφό και τον λένε Αλέκο, προθυμοποιήθηκε να τον πληροφορήσει η Πουλουδιά. Και τον αγαπούμε πολύ...

Ο Γιάννης είχε ξαναβάλει τα χέρια του στις τσέπες του και χαμογελούσε ακόμα πιο ακατάδεχτα.

- Τους ξέρω, είπε. Και πρόσθεσε:

- Είναι Εβραίοι!

Τ' αδέλφια έμειναν εμβρόντητα.

- Εβραίοι!... Και πάγει ο Μαξ στο σχολείο σου; έκανε η Αλεξάνδρα.

- Γιατί όχι; είπε ο Γιάννης.

Η απάντηση του Γιάννη τους έριξε όλους σε συλλογή. Και ο Αντώνης, σαν αγόρι προς αγόρι, πήρε το λόγο και είπε:

- Ο Στάμος λέγει πως οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό!

- Ποιος είναι ο Στάμος; ρώτησε ο Γιάννης.

- Ένας εξάδελφος μας στην Αλεξάνδρεια. Είναι αλήθεια;

- Βέβαια είναι αλήθεια, αποκρίθηκε ο Γιάννης.

- Λοιπόν πώς μπορείς να παίζεις μαζί τους;

- Εγώ δεν παίζω με τον Μαξ, δεν τον έχω φίλο, γιατί είναι μικρός και σ' άλλη τάξη. Μα άλλα παιδιά παίζουν.

- Χριστιανοί;

- Ναι.

- Μα δε φοβούνται; ρώτησε η Πουλουδιά.

- Τι να φοβηθούν;

Η Πουλουδιά αποστομώθηκε. Κάθε απάντηση του Γιάννη της φαίνουνταν αλήθεια, βεβαίωση που δε σήκωνε συζήτηση. Τόσο έμοιαζε να τα ξέρει όλα αυτός ο Γιάννης! Και η Αλεξάνδρα κλονίστηκε. Εκείνη όμως, σαν πιο μεγάλη τόλμησε να πει:

- Μα ο Στάμος λέγει πως αν δείξεις του Εβραίου ένα σταυρό, αυτός πέφτει ξερός! Γιατί έχει ένα διάβολο μέσα του και σα δει ο διάβολος το σταυρό, σκάζει! Ο Γιάννης την κοίταξε και είπε:

- Τι ανοησίες!

- Ναι! επέμεινε η Αλεξάνδρα. Κι εμείς ξέραμε κάτι κορίτσια Εβραίες που πήγαιναν κι έπαιζαν στο ίδιο περιβόλι όπου πηγαίναμε κι εμείς και μας είπε ο Στάμος να δοκιμάσομε και να δούμε. Και πήραμε το σταυρό της βαφτίσεώς μου...

Έχωσε η Αλεξάνδρα το χέρι της μες στο λαιμό του φουστανιού της και τράβηξε έξω ένα χρυσό σταυρό που κρέμουνταν σε μιαν αλυσιδίτσα.

- Να, αυτό το σταυρό! Κι εμείς φοβόμασταν πολύ. Και ο Στάμος είπε: «Δώσ' μου εμένα το σταυρό!» Και σαν είδε τις Εβραίες, σήκωσε το σταυρό...

- Κι έπεσαν ξερές; ρώτησε ο Γιάννης. Η Αλεξάνδρα μαζεύθηκε.

- Όχι! ομολόγησε. Έφυγαν. Μα ο Στάμος λέγει πως δεν τον είχαν κοιτάξει καλά και γι' αυτό δεν έσκασαν...

- Τι ανοησίες! είπε πάλι ο Γιάννης. Ο Στάμος, θαρρώ, τις κόβει!

- Εσύ δεν το πιστεύεις, Γιάννη; ρώτησε η Πουλουδιά κλονισμένη.

- Όχι! αποκρίθηκε ο Γιάννης.

- Και όμως είναι αλήθεια! βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. Να, ρώτα τον Αντώνη να σου πει τι λέγει ο Στάμος.

Μα ο Αντώνης δε θέλησε να πει τι λέγει ο Στάμος. Δεν ταίριαζε, απέναντι ενός αγοριού, να δώσει δίκαιο σε κορίτσι. Κι εδώ, ή ο Στάμος είχε πει «ανοησίες», όπως έλεγε ο Γιάννης, ή ο Γιάννης ήταν άπιστος Θωμάς, που και αυτό ήταν κακό. Ώστε γύρισε στον Αλέξανδρο και τον διέταξε:

- Πήγαινε απάνω και φέρε μου τη σβούρα μου!

- Δεν πάγω! είπε ο Αλέξανδρος που με πάθος παρακολουθούσε τις περιπέτειες του σταυρού, του διαβόλου και των Εβραίων.

- Πήγαινε! επανέλαβε ο Αντώνης. Δε γυρνά καλά! Θέλω να τη δείξω του Γιάννη!

- Πηγαίνω ύστερα! αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος.

- Αν δεν πας, ξέρεις;... Θα πω του Γιάννη τι είπες στον αξιωματικό!

Ο Αλέξανδρος πετάχθηκε απάνω.

- Όχι! αναφώνησε. Ο Γιάννης γύρισε.

- Τι είπες; Και σε ποιον αξιωματικό; ρώτησε με καλοσύνη.

- Μην πεις! φώναξε με αγωνία ο Αλέξανδρος. Και σου φέρνω τη σβούρα σου!

Και σαν αστραπή χάθηκε πίσω από τις πόρτες και όρμησε στη σκάλα. Στη βεράντα έπεσε σιωπή. Ο Γιάννης κοίταζε τις εξαδέλφες του και οι εξαδέλφες κοίταζαν τη θάλασσα, για να κρύψουν την ντροπή που τις πλάκωσε πάλι με την ενθύμηση του αξιωματικού και του Αλέξανδρου.

Μόνος ο Αντώνης, με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του και το κεφάλι ψηλά, πήγαινε κι έρχουνταν κλοτσώντας καρέγλες και τραπέζι, χωρίς ντροπή και χωρίς ανησυχία, αφού εκείνος όριζε την κατάσταση και από κείνον κρέμουνταν να πει ή να μην πει, να ντροπιάσει την οικογένεια στα μάτια του Γιάννη ή να βαστάξει το γόητρο της ψηλά. Πέρασε ένας κουλούρας φωνάζοντας:

- Φρέσκα κουλούρια της ώρας!

Κατέβηκε ο Γιάννης, διάλεξε ένα κουλούρι κι έβγαλε από την τσέπη του μια φούχτα πράματα, όπου χώριζαν δυο βόλοι, ένας σουγιάς, τρεις τέσσερις πενίτσες, ένα κομματάκι αλυσίδα και μια πεντάρα. Πήρε την πεντάρα και την έδωσε του κουλούρα και άρχισε ν' ανεβαίνει σιγά, σηκώνοντας τη μύτη του κατά τον ουρανό.

- Βρέχει, είπε.

Και με το κουλούρι στο χέρι, ακούμπησε στην ξύλινη κολόνα που βαστούσε τη σκεπή της βεράντας, κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα και αγνοώντας εξάδελφο κι εξαδέλφες, που τον λοξοκοίταζαν με περιέργεια. Ώσπου λαχανιασμένος κατέβηκε ο Αλέξανδρος και, κατακόκκινος και ανήσυχος, έδωσε τη σβούρα του Αντώνη. Γύρισε ο Γιάννης και του χαμογέλασε με το λίγο στραβό χαμόγελο της θείας Αργίνης και του πρόσφερε το κουλούρι.

- Σ' αρέσει; ρώτησε. Για σένα τ' αγόρασα!

Σάστισε ο Αλέξανδρος και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. Σάστισαν και οι αδελφές του, σάστισε ακόμα περισσότερο και ο Αντώνης. Και δεν ήξερε ο Αλέξανδρος τι να κάνει.

- Ε, δεν το παίρνεις; ρώτησε ο Γιάννης.

Και το πήρε ο Αλέξανδρος και ξέχασε να πει ευχαριστώ.

- Αυτός ο Αλέξανδρος όλο θα μας ντροπιάζει... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα της Πουλουδιάς. Δώσ' του μια σπρωξιά να ξυπνήσει...

Μα, πριν προφθάσει η Πουλουδιά να δώσει την παραγγελμένη σπρωξιά, βγήκε πηδηχτή και θυμωμένη η θεία, άρπαξε τον Αλέξανδρο με το κουλούρι στο χέρι και τον πήρε μέσα φωνάζοντας:

- Βρέχει, δεν το βλέπετε; Τι κάνεις εσύ, Αλεξάνδρα, που είσαι η πιο μεγάλη; Και τι σας είπα πριν; Θέλετε νταντά να σας φυλάγει, κοτζάμ παιδιά;

Η απρόοπτη αυτή μπόρα, που από το κεφάλι του Αλέξανδρου ξεσπούσε έξαφνα στο κεφάλι της Αλεξάνδρας, ζάλισε ακόμα περισσότερο τα ξαφνισμένα από το κουλούρι αδέλφια. Κι επειδή η θεία τούς είπε και άλλα και μάλωσε τον καθένα χωριστά, μπάζοντας τους μέσα, κι έκλεισε με πάταγο τη γυάλινη πόρτα και φώναξε: «Αφροδίτη! Φέρε καφέ και γλυκό για το γιατρό, στο γραφείο του κυρίου» και ξανάφυγε βιαστική, όπως είχε έλθει, τ' αδέλφια άργησαν να συνέλθουν και ύστερα στάθηκαν και κοιτάχθηκαν και μετρήθηκαν. Ο Αλέξανδρος ήταν ολόκληρος εκεί, με το κουλούρι ακόμα στο χέρι. Μα έλειπε ένας, ο Γιάννης.

Μουδιασμένα πήγαν τ' αδέλφια στη γυάλινη πόρτα και κοίταξαν έξω, όπου τώρα έπεφτε καταρράχτης η βροχή.

Ο Γιάννης ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια κολόνα, σκασμένος στα γέλια, με τα δυο χέρια στις τσέπες, και κοίταζε τα εξαδέλφια του κοροϊδευτικά. Και, καθώς πλάκωσαν και οι τέσσερις τη μύτη τους στο τζάμι, αυτός τους έβγαλε τη γλώσσα, δηλαδή τους κορόιδεψε ακόμα περισσότερο. Ο Αντώνης δήλωσε πως αυτό ήταν αδικία. Γιατί, σα μάλωνε η θεία Μαριέτα, ήθελαν δεν ήθελαν έπρεπε να μπουν μέσα, ενώ ο Γιάννης, που ήταν μεγάλος και είχε και μητέρα και πατέρα στο σπίτι...

Μα ο Γιάννης, απέξω, τώρα έκανε τέτοια πράματα, που όλες οι κουβέντες σταμάτησαν και ο Αλέξανδρος ξέχασε να κόψει το κουλούρι του. Με τα χέρια στις τσέπες πηδούσε μ' ενωμένα τα ποδάρια κι έπεφτε με ανοιχτά και πάλι ξαναπηδούσε με ανοιχτά και ξανάπεφτε μ' ενωμένα, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές στην αράδα. Και ύστερα, χωρίς να σταθεί, έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του, έπιασε τη μέση του και άρχισε να χορεύει μονάχος του. Και τι χορό! Πετούσε τα πόδια του μπροστά και τα χτυπούσε χάμω και ύστερα τα πετούσε πλάγια και πάλι τα χτυπούσε χάμω και σήκωνε τα γόνατα του ως το πιγούνι και λύγιζε ως κάτω στις πλάκες και πάλι πηδούσε σαν μπάλα κι έστριφτε σα σβούρα στο τακούνι του και στέκουνταν στο ένα πόδι, κι έγερνε το σώμα του ως κάτω και ακουμπούσε χάμω στο χέρι του, τεντώνοντας τάβλα το άλλο πόδι, και πάλι ορθώνουνταν μεμιάς και χτυπούσε απανωτά τις πλάκες με τακούνια και μύτες, πλακαπλάκ, πλακαπλάκ, πλακ, πλακ! Θαμπωμένα τον κοίταζαν τ' αδέλφια. Και, σα να μην έφθαναν όλα αυτά, έβαλε μπροστά του μια καρέγλα και πήδηξε από πάνω. Και ύστερα πήρε το τρίποδο σιδερένιο τραπέζι και το έβαλε στη μέση κι έπαιξε βαρελάκια, πηδώντας από πάνω.

- Τι δεν κάνει αυτός ο Γιάννης! είπε θαυμάζοντας η Αλεξάνδρα.

Μα και αυτού ακόμα δε σταμάτησε ο Γιάννης. Εκεί που θαύμαζαν τ' αδέλφια, σήκωσε το τραπέζι στα χέρια του, το αναποδογύρισε στον αέρα, με τα πόδια πάνω, και το στήριξε στο κεφάλι του.

Τ' αδέλφια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Και τότε είπε η Πουλουδιά την ιστορική εκείνη αναίδεια που έμεινε μαύρη σελίδα στα οικογενειακά τους αρχεία. Μαγεμένη, εκστατική, είπε:

- Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάρω τον Γιάννη! Καταστροφή! Παν τα μάγια και η γοητεία, πάει και το μεθύσι!

- Και ποια είσαι συ που θα πάρεις τον Γιάννη; ρώτησε με καταφρόνια ο Αντώνης.

- Και πού το ξέρεις αν θέλει να σε πάρει ο Γιάννης; ρώτησε συνάμα η Αλεξάνδρα.

Και ως και ο Αλέξανδρος, που ήταν συνήθως κόμμα της, είπε:

- Ναι, πού το ξέρεις;

Κατακόκκινη, ντροπιασμένη, είχε κολλήσει πάλι η Πουλουδιά το μέτωπο της στο γυαλί της πόρτας μα πού να κοιτάξει πια τον Γιάννη! Και πάλι θα ήθελε να την κατάπινε η γη κι έκανε πως βλέπει τις κλωστές από νερά που κρέμουνταν στην ξύλινη σκεπή της βεράντας και τσάκιζαν στην κουπαστή και γίνουνταν σκόνη υγρή και σκορπίζουνταν χάμω. Και είπε ο Αντώνης:

- Μούτρο για σιδέρωμα! Αυστηρά τον διέκοψε η Αλεξάνδρα:

- Αντώνη, το ξέρεις πως η μαμά δε θέλει να λες τέτοια λόγια!

- Μα είναι φανταγμένη! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.

- Πολύ φανταγμένη, είπε η Αλεξάνδρα. Μα εσύ να μη λες άσχημα λόγια!

Άνοιξε ο Αλέξανδρος το στόμα του να μιλήσει, μα πάλι άλλαξε γνώμη και δεν είπε τίποτα. Και σε λίγο έκοψε ένα κομμάτι από το κουλούρι του και το πρόσφερε της Πουλουδιάς. Μα εκείνη, χωρίς να γυρίσει, σήκωσε τον ώμο της. Και θέλησε ο Αλέξανδρος να της το βάλει στο χέρι κι εκείνη τράβηξε το χέρι της. Και για να μη λυπηθεί ο Αλέξανδρος με τον τρόπο της, είπε ο Αντώνης:

- Δώσε μού το μένα! και το έφαγε. Και είπε η Αλεξάνδρα:

- Και μένα!

Κι έκοψε άλλο κομμάτι ο Αλέξανδρος και της το 'δωσε. Κι επειδή δε γύριζε η Πουλουδιά, ακούμπησε ο Αλέξανδρος το κουλούρι του στο τραπέζι, πήρε μια καρέγλα, την έστησε κοντά της και ανέβηκε πάνω, πλάγι της, να δει τι κοιτάζει. Δεν είδε όμως τίποτα. Και, αφού στραβολαίμιασε γυρεύοντας να δει, ξανακατέβηκε και ζήτησε για παρηγοριά το κουλούρι του. Μα από το κουλούρι δεν έμενε πια παρά ένα κομματάκι μια σταλιά και λίγα σησάμια σκορπισμένα στο τραπέζι. Θύμωσε ο Αλέξανδρος και χτύπησε το πόδι του και είπε πως θέλει όλο το κουλούρι του. Και άναψε καβγάς. Αγανακτισμένη γύρισε η Πουλουδιά ν' ακούσει και απέξω ο Γιάννης κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι να δει, και την ίδια ώρα έβγαινε η θεία Μαριέτα με το θείο Γιώργη από το γραφείο του θείου Ζωρζή.

Τα πράματα ήταν πολύ άσχημα, προπάντων που ο Αλέξανδρος άρχιζε να κλαίει. Πέρασε βιαστικά ο Αντώνης κοντά του και του είπε:

- Αν κλάψεις, θα πω της θείας πως είπες «Βρε συ» στον αξιωματικό!

Και συνάμα άνοιξε του Γιάννη που χτυπούσε το τζάμι. Ο Αλέξανδρος κατάπιε τα δάκρυα του, η Πουλουδιά την αγανάκτηση της, και οι τέσσερις θυμήθηκαν ξαφνικά πως η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη. Μπήκε μέσα ο θείος Γιώργης γελώντας και τον ακολούθησε η θεία Μαριέτα. Εκείνη δε γελούσε· φαίνουνταν μάλιστα πολύ σκοτισμένη και τα φρύδια της ήταν σηκωμένα στη μέση σαν περισπωμένη. Και είπε ο θείος Γιώργης:

- Μπα, Γιάννη, τι κάνεις εδώ;

Μα σαν του αποκρίθηκε ο Γιάννης: «Μ' έστειλε η μητέρα να ρωτήσω ποιος είναι άρρωστος», είπε ο θείος ο γιατρός κάτι παράξενο. Είπε, χτυπώντας τον Γιάννη στον ώμο:

- Κανένας δεν είναι άρρωστος! Άιντε, πάμε σπίτι μας! Καθισμένα στα κρεβάτια τους, εκείνο το ίδιο βράδυ, αφού τα είχε ξεκουμπώσει και πλύνει η Αφροδίτη, και κανένας δεν είχε τυλίξει χαρτιά στα μαλλιά των κοριτσιών, τα τέσσερα αδέλφια, με σβησμένο το κερί και κατεβασμένες τις κουνουπιέρες, χαμηλοκουβέντιαζαν.

- Εγώ ήθελα να ξέρω, είπε η Αλεξάνδρα, γιατί δε μας είπαν την αλήθεια!

- Γιατί δε μας είπαν τίποτα πρόσθεσε η Πουλουδιά.

- Πώς δε μας είπαν τίποτα; ρώτησε ο Αντώνης. Μας είπε η θεία πως είναι πολύ άρρωστη η μις Ράις!

- Και είπε ο θείος Γιώργης του Γιάννη πως κανένας δεν είναι άρρωστος εδώ! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

- Μπορεί να μην ξέρει καλά ο θείος Γιώργης! παρατήρησε ο Αλέξανδρος.

- Σώπα συ! του είπε ο Αντώνης. Αφού είναι γιατρός ο θείος!

- Και η Αφροδίτη δεν ξέρει; έκανε η Πουλουδιά.

- Εκείνη ξέρει πιο καλά απ' όλους! επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Αφού ήταν στην κάμαρα σαν πήγε ο θείος με τη θεία, και ήταν και ύστερα, και ήταν και πριν.

- Ε! Αυτή δεν είπε ποτέ πως η μις Ράις δεν είναι άρρωστη! είπε ο Αντώνης.

- Όχι, μα είπε: «Αυτές οι Εγγλέζες δεν παθαίνουν τίποτα, κι έννοια σας!» Που είναι σα να λέγει πως δεν είναι άρρωστη! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

- Είπε και κάτι άλλο, πρόσθεσε συλλογισμένη η Πουλουδιά. Είπε: «Κάθε άλλος θα είχε γκρεμοτσακιστεί δέκα φορές! Αυτή τίποτα!» Γιατί θα είχε γκρεμοτσακιστεί η μις Ράις; Και από πού;

- Από το κρεβάτι της ίσως; αν είχε πέσει; έκανε δειλά ο Αλέξανδρος.

- Όχι, γιατί είπε η Αφροδίτη: «Με τα εγγλέζικα ποδάρια της τα 'βγαλε πέρα» και δε μίλησε για κρεβάτι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά. Την άκουσα που το είπε της κερα-Ρήνης.

Τα τέσσερα αδέλφια έπεσαν σε συλλογή.

- Εγώ αύριο θα πάγω μέσα να τη δω και θα σας πω! αποφάσισε ο Αντώνης.

- Κι εγώ! πετάχθηκε και είπε ο Αλέξανδρος.

- Όχι εσύ, δεν κάνει! Είσαι μικρός και μπορείς να κολλήσεις την αρρώστια της!

- Καθόλου δε θα κολλήσω! Και θα πάγω!

- Τότε θα πάμε όλοι μας! είπε η Αλεξάνδρα.

- Σιγά, μη ζητήσει τώρα να πάγει και η Πουλουδιά! έκανε κοροϊδευτικά ο Αντώνης.

Η Πουλουδιά ορτσώθηκε υψώνοντας και τη φωνή:

- Και γιατί να μην πάγω;

- Γιατί είσαι κορίτσι, και τα κορίτσια κάθονται ήσυχα!

Από τα κοριτσίστικα κρεβάτια σηκώθηκε διαμαρτυρία. Ο Αντώνης τους είπε να σωπάσουν. Ο Αλέξανδρος υποστήριζε τις αδελφές του. Για να επιβληθεί, αναγκάστηκε ο Αντώνης να φωνάξει. Τα κορίτσια επαναστάτησαν, μα κανένας δεν τις άκουσε, γιατί όλοι μιλούσαν μαζί. Παλαμάκια δυνατά και μια φωνή ανέβηκαν από το κάτω πάτωμα.

- Παιδιά, θέλετε ν' ανεβώ;

Ξαφνική σιωπή απλώθηκε στη σκοτεινή κάμαρα. Ούτε φωνή ούτε κίνηση ακούστηκε πια. Και όταν ανέβηκε η θεία να βεβαιωθεί πως όλα ήταν εντάξει, τέσσερις κουνουπιέρες άσπρες ξεχώριζαν θαμπά στην αστροφεγγιά που έμπαινε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα, μα τσιμουδιά πια δεν ακούουνταν.