Τρελαντώνης/Κεφάλαιο Δ'
←Γ'. Στο λόφο της Καστέλας | Τρελαντώνης Συγγραφέας: Δ'. Η γειτονοπούλα |
Ε'. Ο Γιάννης→ |
Καλά και ράβει η θεία και δε μας είδε! είπε η Αλεξάνδρα λίγη ώρα πιο ύστερα, αφού πλύθηκαν και χτενίστηκαν και κατέβηκαν πάλι τ' αδέλφια στην αυλή, χωρίς τη δασκάλα, που είχε κλειστεί στην κάμαρα της. Ήσασταν και οι τρεις τόσο βρώμικοι!
- Μα μας είδε η βασίλισσα! είπε η Πουλουδιά. Και γύρισε μάλιστα και μας κοίταξε δυο φορές!
- Θα κοίταξε κανέναν άλλο, είπε ο Αντώνης, έτοιμος πάντα να επαναστατήσει για κάθε επίκριση γυναικεία, είτε από τραπεζιέρα ήρχουνταν είτε από αδελφή είτε από βασίλισσα. Θα κοίταζε την Αλίς Χορν.
- Όχι, μας κοίταξε εμάς, δυο φορές! Ναι, εγώ την είδα! επέμεινε η Πουλουδιά.
- Και πρώτον η Αλίς ήταν στη δική της πόρτα και η βασίλισσα δεν μπορούσε να τη δει, επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Και η πόρτα της Αλίς είναι ύστερα από τη δική μας.
Η Αλίς Χορν, συνομήλικη του Αντώνη και γειτόνισσα του, είχε δύο αδέλφια, τον Μαξ δέκα χρονών και τον Αλέκο, που ήταν μικρότερος από την Πουλουδιά και μεγαλύτερος από τον Αλέξανδρο. Τα γειτονοπούλα αυτά ήρχουνταν στην αυλή της θείας Μαριέτας κι έπαιζαν με τα τέσσερα αδέλφια, όποταν τα έβλεπαν μόνα. Η παρουσία της μις Ράις είχε πάνω τους την επίδραση του σκιάχτρου πάνω στα σπουργίτια. Όταν την άκουαν ή την έβλεπαν, όπου φύγει φύγει! Συχνά, σαν ήταν μόνα τ' αδέλφια, ο Αντώνης σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής τους και, αν από πάνω από το παρατηρητήρι του έβλεπε τα Χορνόπουλα, τα φώναζε στην αυλή του, και το παιχνίδι γίνουνταν άξιο της πλούσιας φαντασίας του, προπάντων σαν ήταν και ο Μαξ. Ειδεμή μόνο με κορίτσια, τι να φανταστείς και τι να εφαρμόσεις; Σήμερα όμως κανένας δεν είχε όρεξη για την Αλίς και τ' αδέλφια της.
- Μας είδε η βασίλισσα! είπε πικρά η Αλεξάνδρα. Και, το χειρότερο, μας είδε και η Αλίς! Κι έμπηξε τα γέλια και δάγκασε τα χέρια της κι έτρεξε πίσω στο σπίτι της! Πώς θα μας περιγελάσει!
- Και είδε το καπέλο της μις Ράις που ήταν στραβό; ρώτησε τρομαγμένος ο Αλέξανδρος.
- Βέβαια! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.
Και κουνώντας το κεφάλι της πρόσθεσε η Πουλουδιά:
- Και είδε τα αίματα στην μπλούζα του Αντώνη!
- Δεν έχω αίματα! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.
- Ναι, έχεις! Εδώ! είπε η Πουλουδιά φέρνοντας μπροστά τον πλατύ ναυτικό κολάρο του.
Τον τράβηξε ο Αντώνης ακόμα πιο μπροστά, να βεβαιωθεί πως αλήθεια ήταν αιματωμένος, και είπε:
- Πώς πήγε εκεί πίσω το αίμα;
- Θα σου έσπασε το κεφάλι! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. Για να δω; Πού πονείς;
Ο Αντώνης δεν πονούσε πουθενά. Δε θέλησε όμως να λιγοστέψει το θαυμασμό των αδελφών του για την ηρωική του καρτερία και τους παρέδωσε το κεφάλι του. Μα, όσο και να έψαξαν τα δυο κορίτσια ανάμεσα στα μαλλιά του, δε βρήκαν καμιά πληγή.
Λίγο απογοητευμένος, ιδίως που της Πουλουδιάς το μάγουλο μάτωνε ακόμα κάπου κάπου, είπε ο Αντώνης:
- Εγώ... εγώ δεν άφηνα να μου χτυπήσει το κεφάλι ή να μου γδάρει το πρόσωπο! Εγώ θα της έπιανα τα χέρια! Μόνο που, έτσι άνανδρα, με χτύπησε από πίσω! Ας ερχόταν μπροστά μια φορά και να 'βλεπε αυτή!
- Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια! είπε η Πουλουδιά που, μ' όλη τη φανερή πληγή, ένιωθε καταφρόνια στα λόγια του Αντώνη. Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια, αν... αν... Δε βρήκε αμέσως για ποιο λόγο δεν το έκανε και θριαμβευτικά ξαναβρίσκοντας μεμιάς την ανδρική του υπεροχή, είπε ο Αντώνης:
- Εσύ δεν της τα 'πιασες και όμως σε χτύπησε από μπρος, στο πρόσωπο!
Πειραγμένη έκανε ν' απαντήσει η Πουλουδιά, μα τη διέκοψε η Αλεξάνδρα.
- Εγώ, είπε, σαν είδα τα αίματα, ήθελα να πάρω τον Αλέξανδρο από το χέρι, να πάρω και την Πουλουδιά, να σε φωνάξω και σένα και να τρέξομε να φύγομε, κι εκείνη θα έμπλεκε στη φούστα της που είχε λυθεί και δε θα μπορούσε να μας κυνηγήσει και θα την αφήναμε κει και θα ερχόμασταν σπίτι!
- Αλήθεια! θαύμασε η Πουλουδιά, που τέτοια τολμηρή λύση δεν την είχε σκεφθεί.
Μα ο Αντώνης, που από κανένα κορίτσι δεν παραδέχουνταν ούτε τολμηρές αποφάσεις ούτε καν και ιδέες καθόλου, τη ρώτησε απότομα:
- Και γιατί δεν το έκανες;
- Γιατί; επανέλαβε η Αλεξάνδρα, μάταια γυρεύοντας μιαν απάντηση που δεν ήρχουνταν.
- Ναι, γιατί δε μας το είπες ελληνικά; Και γιατί, σαν έπεσε κάτω, πάλι δεν είπες τίποτα;
- Κούκου!
Μια φωνή από ψηλά γλίτωσε εγκαίρως την Αλεξάνδρα και τους έκανε όλους να σηκώσουν το κεφάλι. Πάνω από τον τοίχο που χώριζε τις δυο αυλές πρόβαλε το κεφάλι της η Αλίς, με δυο ξανθές πλεξούδες δεμένες στεφάνι και, αμέσως μετά, παρουσιάστηκαν τα ξέθωρα μαλλιά του Μαξ και ύστερα το κόκκινο ολοστρόγγυλο πρόσωπο του και πλάγι τους το πενταχρονίτικο, πάντα γελαστό, μουτράκι του Αλέκου.
- Ο μπαμπούλας έφυγε; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλίς.
- Όχι! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.
Και για να μιλήσει πιο σιγά, έκανε να πλησιάσει τον τοίχο. Μα την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας Μαριέτας, και τα τρία ξανθά κεφάλια εξαφανίστηκαν από πάνω από τον τοίχο, την ώρα που το μελαχρινό κεφάλι της θείας εμφανίζουνταν στο παράθυρο της σκάλας.
- Τι κάνετε τέτοιαν ώρα εδώ, παιδιά; Γιατί δεν είστε περίπατο; φώναξε η θεία από ψηλά.
Απροετοίμαστα, μαγκωμένα, μάσησε κάθε αδέλφι από μιαν απάντηση διαφορετική, που δεν έφθασε ως το παράθυρο της σκάλας.
- Δεν ακούω... Σταθείτε, κατεβαίνω, είπε η θεία. Και το κεφάλι της χάθηκε πάλι.
Τ' αδέλφια αλληλοκοιτάχθηκαν, τινάχθηκαν, συγυρίστηκαν και βιαστικά ρώτησε η Αλεξάνδρα:
- Τι θα πούμε;
Μα δεν πρόφθασαν να βρουν καμιάν απάντηση και, πηδηχτή και στρογγυλή, βγήκε η θεία στην αυλή.
- Γιατί είστε δω, παιδιά; Πού είναι η μις Ράις;
Τ' αδέλφια ξανακοιτάχθηκαν χωρίς ν' απαντήσουν. Με μια γοργή ματιά στα τέσσερα σκυφτά κεφάλια, υποψιάρικα είπε η θεία:
- Τι τρέχει; Αλεξάνδρα, εσένα ρωτώ! Πού είναι η μις Ράις;
- Στην... κάμαρα της... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα.
- Γιατί;
- Δεν ξέρω... Δεν κατέβηκε...
Μα τη διέκοψε η θεία.
- Τι έπαθες, Πουλουδιά; Έλα δω! έκανε πιάνοντας την ανιψιά της από τους ώμους. Σήκωσε το κεφάλι... Κοίταξε με! Ποιος σου το 'κανε αυτό στο μάγουλο;
Τα σουφρωμένα της φρύδια γύρισαν κατά τον Αντώνη.
- Εσύ; ρώτησε.
- Όχι! αναφώνησε η Πουλουδιά και σώπασε φοβισμένη.
- Εσένα δε σε ρώτησα! είπε η θεία. Τον Αντώνη ρωτώ! Αντώνη, εσύ χτύπησες την αδελφή σου;
- Όχι, θεία! αποκρίθηκε χωρίς πολύ θάρρος ο Αντώνης.
- Ποιος τη χτύπησε; Πες μου!
- Η μις Ράις, είπε ακόμα πιο χαμηλόφωνα ο Αντώνης.
- Η μις Ράις;
Τα φρύδια της θείας ξεσουφρώθηκαν και ανέβηκαν σχεδόν ως τα μαλλιά της.
- Γιατί; Τι έκανε η Πουλουδιά; Μα... καλέ, τι είναι αυτά; Αίματα στα ρούχα σου; αναφώνησε η θεία τραβώντας πάλι μπροστά τον τσαλακωμένο του κολάρο.
- Άνοιξε η μύτη μου! εξήγησε ο Αντώνης.
- Κι έσταξε στη ράχη σου; Τι παραμύθια είναι αυτά;
Ναι, αλήθεια, έμοιαζαν παραμύθια όλα αυτά, τόσο, που έχασε την παλικαριά του ακόμα και ο Αντώνης. Και σώπασε. Και τότε έγινε παλικάρι η Αλεξάνδρα. Η φωνή της έτρεμε πολύ, μα δε στάθηκε καθόλου. Και είπε μεμιάς:
- Αλήθεια σας λέγει, θεία! Η μις Ράις χτύπησε τον Αντώνη στο κεφάλι και στο πρόσωπο και του άνοιξε τη μύτη, και τον χτυπούσε και στην πλάτη και παντού, παντού! Και τρέξαμε με την Πουλουδιά να τον γλιτώσομε, κι έδειρε την Πουλουδιά και της ξέγδαρε το πρόσωπο, κι έτρεχαν αίματα, και τρομάξαμε... Αχ, θεία, τρομάξαμε πολύ! αναφώνησε η Αλεξάνδρα και ξέσπασε στα κλάματα.
Την είδε ο Αλέξανδρος και άρχισε κι εκείνος να κλαίει φωναχτά. Και τότε έγινε κάτι περίεργο. Η θεία δε σούφρωσε καθόλου τα φρύδια της, μόνο έβγαλε ένα πολύ ψιλό μαντίλι, που μύριζε τριαντάφυλλο, και σκούπισε τα μάτια του Αλέξανδρου. Και δε μάλωσε καθόλου την Αλεξάνδρα, μόνο της είπε:
- Έλα πάνω μαζί μου! Έλα να μου τα ξαναπείς όλα αυτά εμπρός στη μις Ράις!
- Όχι, θεία! Παρακαλώ! προσπάθησε να πει η Αλεξάνδρα. Μα η θεία την πήρε από το χέρι.
- Μην είσαι ανόητη! της είπε γλυκά. Τι φοβάσαι, αφού είσαι μαζί μου;
Και τ' άλλα τρία αδέλφια είδαν μαγεμένα τη θεία να μπαίνει στο σπίτι με την Αλεξάνδρα και να σιάζει χαδιάρικα τα κατσαρωτά, σαν της Πουλουδιάς, μαλλιά της, χωρίς καθόλου να σουφρώνει τα φρύδια.
- Και τώρα;... Η μις Ράις;... έκανε ο Αντώνης καμτσικώνοντας τον αέρα με τη χλωρή του βέργα, που ήταν πάντα πρόχειρη.
- Θα τις φάγει; ρώτησε η Πουλουδιά σμίγοντας μ' έκσταση τα χέρια της.
Από πάνω από τον τοίχο παρουσιάστηκαν πάλι τα τρία ξανθά κεφάλια.
- Πσσστ... πσσστ... Τι σας έκανε ο μπαμπούλας;
- Τι θα κάνει η θεία σας τον μπαμπούλα;
- Μη κι έλθει κάτω ο μπαμπούλας; ρώτησαν τα τρία κεφάλια μαζί.
Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Δεν του πολυάρεζε ν' ανακατώνει τη γειτονιά στις δουλειές του. Μα η Πουλουδιά, που, σαν κορίτσι που ήταν, δε συλλογίζουνταν πολλά πράματα, σίμωσε αμέσως τον τοίχο και, χαμηλόφωνα, με σηκωμένο το κεφάλι κι ενωμένα τα χέρια, διηγήθηκε όλη την ιστορία του περιπάτου. Ώστε τι να κάνει και ο Αντώνης, προπάντων που δεν τα έλεγε και σωστά η Πουλουδιά και ξεχνούσε πολλά που έκανε και είπε ο Αντώνης; Αναγκάστηκε να πλησιάσει κι εκείνος στον τοίχο και να πει κι εκείνος το λόγο του και μάλιστα να πάρει εκείνος ολόκληρο το λόγο και να παραμερίσει την Πουλουδιά, που μαγεμένη τον άκουε, τόσο τα έλεγε καλά. Και, όρθιος κοντά τους, ο Αλέξανδρος κοίταζε κι εκείνος τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο και μ' έκσταση άκουε τα λόγια του Αντώνη, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του το ένα μες στο άλλο.
Ώσπου κατέβηκε η Αλεξάνδρα και άλλαξε ολότελα η ατμόσφαιρα της αυλής. Η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη, πάρα πολύ άρρωστη, παραμιλούσε, δεν αναγνώριζε κανένα· και σαν είδε τη θεία, άπλωσε τα χέρια και είπε:
- Έλα, μωρό μου!
Η Αλεξάνδρα άρχισε τα κλάματα και όλοι οι άλλοι αποσβολώθηκαν.
- Κι εγώ που ήθελα να τη δείρει η θεία... μουρμούρισε η Πουλουδιά.
- Κι εγώ που την είπα μπαμπούλα... είπε η Αλίς από πάνω από τον τοίχο.
- Κι εγώ!
- Κι εγώ! είπαν και τ' άλλα δυο κεφάλια κοντά της.
- Και τώρα τι θα κάνομε; ρώτησε ο Αλέξανδρος και η φωνή του έτρεμε σαν κατσίκας.
Η Αλεξάνδρα σκούπισε τα μάτια της και τους διηγήθηκε όλη την ιστορία. Η θεία είχε τρομάξει πολύ, γιατί είπε της μις Ράις: «Δεν είμαι μωρό, είμαι η θεία της Αλεξάνδρας» και πάλι δεν τη γνώρισε κείνη. Και είπε η θεία κάτι τρομερό. Είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Κι έστειλε ευθύς την Αφροδίτη να φωνάξει το θείο το γιατρό. Και η κερα-Ρήνη που τα 'κουσε είπε:
«Για να λέγει η κυρία πως δεν της αρέσει η θέση της, πρέπει να είναι του θανατά!» Και τη ρώτησε η Αλεξάνδρα: «Θα πεθάνει;» Και είπε η κερα-Ρήνη: «Ίσως». Τα τέσσερα αδέλφια στέκουνταν μουδιασμένα και τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο δε γελούσαν πια. Και πέρασε κάμποση ώρα.
Και είπε η Αλεξάνδρα:
- Δεν μπορούμε σήμερα, Αλίς, να παίξομε μαζί σας. Θα πάμε στη βεράντα να περιμένομε το θείο το γιατρό.
- Να έλθομε αύριο; ρώτησε η Αλίς.
- Ναι, βέβαια! είπαν τα μεγαλύτερα αδέλφια.
Και τα τρία ξανθά κεφάλια χάθηκαν πίσω από τον τοίχο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε μιλήσει. Όρθιος, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του, κοίταζε τον τοίχο και ρώτησε:
- Πώς ανέβηκαν εκεί πάνω;
Ο Αντώνης και τα δυο κορίτσια αγανάκτησαν. Πώς μπορούσε να σκεφθεί και να μιλήσει ο Αλέξανδρος για άλλο παρά για το θάνατο της μις Ράις; Σήκωσε όμως και ο Αντώνης το κεφάλι κατά τον τοίχο. Αλήθεια, πώς ανέβηκαν εκεί πάνω; Δεν ήξερε. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε ρωτήσει κανένα τους ιδιαιτέρως, κι έτσι μπήκαν όλοι στο σπίτι χωρίς να του απαντήσουν.