Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το παράπονο της Δήμητρας

Από Βικιθήκη
Το παράπονο της Δήμητρας
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922)


1

Ἡ ἄνοιξη γυρνᾷ χαριτωμένη;
Ξανάνειωσεν ἡ γῆ; νά! Πρασινίζουν
Οἱ λόφοι ἀπὸ τὸν ἥλιο ζεσταμένοι
Καὶ τὴ φλοῦδα τοῦ πάγου ὁλοῦθε σχίζουν.
Στῶν ποταμῶν τὸν γαλανὸ καθρέφτη
Τ’ ἀγνέφιαστου Διὸς τὸ γέλοιο πέφτει·
Σιγώτερα τ’ ἀέρι φτερουγίζει
Καὶ κάθε νέο βλαστάρι ἰδὲς ἀνθίζει.
Ξυπνοῦν ’ς τὸ δάσος τῶν πουλιῶν τραγούδια,
Καὶ ἡ Ὁρεάδα μοῦ μιλεῖ σκληρά:
Γυρίζουν τὰ δικά σου τὰ λουλούδια,
Ἡ θυγατέρα σου ὅμως δὲν γυρνᾷ.

2

Πόσος καιρός, ἄχ! Εἶναι ποῦ διαβαίνω
Τὴν γῆ καὶ πόσον ἔχω την γυρέψῃ!
Τὸ χνάρι της νὰ βρῇ τὸ ἀγαπημένο,
Ἥλιε, τὴν κάθε ἀχτίδα σου ἔχω πέψῃ.
Ἀλλὰ καμιὰ ’ς ἐμένα δὲν γυρίζει,
Τί κάνει ἡ ἀκριβὴ κόρη νὰ μοῦ μάθῃ,
Κ’ ἡ μέρα ποῦ τὰ πάντα ξεχωρίζει
Δὲν εὕρηκε τὸ τέκνο μου ποῦ ἐχάθη.
Μήπως ἐσὺ τὴν ἅρπαξες, ὦ Δία;
Μὴν ἐρωτεύθ’ εἰς τόσην εὐμορφιὰ
Ὁ Πλούτων καὶ τὴν ἔσυρε μὲ βία
Εἰς τὴν μαύρη τοῦ ᾍδη ποταμιά;

3

Ποιὸς εἴδηση τῆς λύπης μου θὰ πάῃ
ἐκεῖ ’ς τὴν σκοτεινὴν ὀχθηὰ νὰ φέρῃ;
Πάντ’ ἀπ’ τὴν γῆν ἡ βάρκα ξεκινάει,
ἀλλὰ μέσα της ἴσκιους μόνον ’παίρει.
Ἐπουράνιος κανεὶς νὰ ρίξῃ βλέμμα

Δὲν εἰμπορεῖ στὸ μαῦρο αὐτὸ σκοτάδι,
Κι’ ἀφ’ ὅτου τρέχει τῆς Στυγὸς τὸ ρέμα
Ζωντανὸς δὲν τὸ πέρασε. ’Σ τὸ ᾍδη
Κάτω βγάζουν χιλιάδες μονοπάτια,
Κανένα ἐπάνω στὸ ἡμερήσιο φῶς·
Δὲν φέρνει ’ς τὰ πικρὰ τῆς μάννας μάτια
Τὰ δάκρυα κανεὶς τῆς θυγατρός.

4

Μάνναις θνηταῖς ποῦ ἀπὸ τῆς Πύρρας βγαίνουν
Τὴν γενεὰ τὸ τέκνο τους ἂν χάσουν,
Ἀπ’ ταῖς φλόγαις τοῦ τάφου νὰ διαβαίνουν
Μποροῦν, καὶ πέρα ἐκεῖ νὰ τ’ ἀγκαλιάσουν.
’Σ τὴν μαύρη χώρα μόνοι δὲν ζυγόνουν
Ὅσοι στοῦ Δία κατοικοῦν τὰ αἰθέρια
Δώματ’ αὐτοὺς μονάχα δὲν πληγόνουν,
Μοίραις, ποτὲ τὰ φοβερά σας χέρια.
Κ’ ἐμένα ’ς τὴν βαθειὰ νύκτα γκρεμίστε
Ἀπ’ τοὐρανοῦ τὸ δῶμα τὸ χρυσό,
Τὰ δικαιώματά μου λησμονῆστε,
Αὐτὰ κάνουν τῆς μάννας τὸν καϋμό!

5

Θὰ κατέβαινα ἐκεῖ ποῦ πικραμένη
Σιμὰ ’ς τὸν φρικτὸν ἄνδρα της καθίζει,
Μὲ σιγαναῖς σκιαῖς ἀνταμωμένη,
Στὴν δέσποινα σιγὰ ’θελα βαδίζῃ.
Ὠϊμέ! τὸ χρυσὸ φῶς μάταια ζητάει
Ὁ δακρυοθολωμένος ὀφθαλμός της,
Γιὰ ναὔρῃ σφαίραις μακρυναῖς τηράει
Καὶ τὴν μάννα δὲν βλέπει ὁποῦ ’ν’ ἐμπρός της·
Ὥς που ἀπὸ τὴ χαρά της τὴν διακρίνει,
Κι’ ἀγκαλιὰ σμίγει μ’ ἀγκαλιὰ γλυκά,
Τόσο ποῦ συμπονῶντας δάκρυα χύνει
Κ’ ἡ μαύρη τ’ ἀγρίου Πλούτωνα θωριά.

6

Μάταιος πόθος! παράπονα χαμένα!
Τὸν ἥσυχο του δρόμο δὲν θ’ ἀλλάξῃ
Τῆς ἡμέρας τὸ στέρεον ἁμάξι.
Αἰώνια εἶναι ὅσα ’χει ὁ Ζεὺς γραμμένα!
Μακρὰν τὸ εὐτυχισμένο του κεφάλι

Ἔστρεψε αὐτὸς ἀπὸ τὰ μαῦρα βάθη·
Τὴν πῆρε ἠ νύκτα δὲν τὴν δίνει πάλι.
Κ’ ἡ κόρη μου γιὰ πάντα, ὠϊμένα! Ἐχάθη,
Ὥς που τὸ μελανὸ φρικτὸ ποτάμι
Μὲ φλόγα τῆς Αὐγῆς νὰ φλογισθῇ,
Κ’ ἡ Ἴριδα τ’ ὡραῖο της νὰ κάμῃ,
Τόξο ’ς τὴν μέση τ’ ᾍδη νὰ φανῇ.

7

Δὲν μ’ ἀπομένει τίποτε δικό της;
Οὔτε γλυκὸ σημάδι νὰ ἐνθυμάῃ
Π’ ὅσο μακρὰν κι’ ἂν εἶναι μ’ ἀγαπάει;
Οὔτε χνάρι ἀπ’ τὸ χέρι τ’ ἀκριβό της;
Δεσμὸς κανεὶς ἀγάπης τὴν μητέρα
Δὲν σφιχτοπλέκει μὲ τὴν θυγατέρα;
Δὲν εἶναι συμφωνίαις ποῦ νὰ δένουν
Αὐτοὺς ποῦ ζοῦν μ’ ἐκείνους ποῦ πεθαίνουν;
Ὄχι, τέλεια δὲν μὤφυγεν ἐκείνη!
Δὲν ἔχουμ,’ ὄχι, τέλεια χωρίσθῇ!
Νὰ μιλοῦμε μιὰ γλῶσσα μᾶς ἀφίνει
Τῶν ἀθανάτων ἡ ψηλὴ βουλή.

8

Τῆς ἄνοιξις τὰ τέκνα σὰν πεθαίνουν,
Κι’ ἀπ’ τοῦ βοριᾶ τὸ κρύο παγωμένα
Χλωμὰ φύλλα καὶ λούλουδ’ ἀπομένουν
Καὶ γυμνὰ τὰ χαμόκλαδα, θλιμμένα,
Τότε ἀπ’ τὸ πλοῦτος τοῦ Βερτούμνου παίρνω
Τῆς ζωῆς τὴν μεγάλην ἀφθονία:
Σταριοῦ χρυσᾶ σπυριὰ καὶ γιὰ θυσία
’Σ τὴν ὁλόμαυρη Στύγα τὰ προσφέρνω.
Μέσα εἰς τὴν γῆ τὰ σπέρνω πονεμένη
Ἐπάνω στὴν καρδιὰ τοῦ κορασιοῦ,
Γλῶσσα νὰ γένουν ποῦ εἰς αὐτὴν θὰ κρένῃ
Ἀγάπης λόγια, λόγια τοῦ καϋμοῦ.

9

Τὴν ἄνοιξιν ᾑ Ὥραις ματαφέρνουν
Μὲ τὸν εὐφραντικὸ χορὸ ποῦ σέρνουν,
Τὰ νεκρὰ τότ’ ὁ Ἥλιος ἀναστήνει
Μὲ τὴν ζωὴν ὁποῦ ἡ ματιά του χύνει.
Ἀπὸ σπόρους ποῦ ἐφαίνονταν χαμένοι

Μέσα εἰς τῆς γῆς τὸ παγωμένο στῆθος
Ξεφυτρόνει φυτῶν πρόσχαρο πλῆθος,
Καὶ ’ς τὸ βασίλειο τῶν χρωμάτων βγαίνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ πρὸς τὸν οὐρανὸν σπουδάζει
Ὁ κορμός, νύχτα ἡ ρίζ’ ἀναζητεῖ
Καὶ γι’ αὐτὰ τὴν φροντίδα ὅμοια μοιράζει
Μὲ τὸν αἰθέρα ἡ Στύγα ἡ σκοτεινή.

10

Τὸ ἐπάνω τῶν φυτῶν ὣς στοὺς ἀνθρώπους,
Τὸ κάτω ’ς τῶν νεκρῶν φθάνει τοὺς τόπους,
Ἀγγελιοφόροι μου ἀκριβοὶ θὰ γένουν
Κι’ ἀπ’ τὸν ᾍδη ὡς φωναῖς γλυκαῖς θὰ βγαίνουν.
Ἄν καὶ τὴν κόρη αὐτὸς κρατεῖ κλεισμένη
Μὲς στὸ φριχτὸ φαράγγ’ εἰς κάθε νέο
Βλαστάρι τῆς ἀνοίξεως μοῦ κρένει
Ἐλεύθερα τὸ στόμα της τ’ ὡραῖο,
Πῶς ἐκεῖ πέρα, ὅπου τὸ φῶς δὲν πάει,
Ὅθε περνοῦν περίλυπαις σκιαῖς,
Τὸ στῆθι ἀκόμ’ ἀπ’ ἀγάπη κτυπάει
Καὶ τρυφερὰ φλογίζοντ’ ᾑ καρδιαῖς.

11

Ἄνθη, σᾶς χαιρετῶ, πὤχει γεννήσῃ
Ἡ γῆ ξανανειωμένη, ἂς πλημμυρίσῃ
Τοῦ νέκταρος ὁ αἰθέρας ὁ δροσάτος
Τὸν κόρφο σας γλυκὸς καὶ μυρωδάτος.
Μέσα εἰς ἀχτίδες θὲ νὰ σᾶς βουτήσω
Καὶ μὲ τὸ φῶς τῆς Ἴριδος τὰ νέα
Φύλλα σας, ἄνθη ἐγὼ θὰ ζωγραφίσω
Σὰν τῆς Ἠῶς τὸ πρόσωπον ὡραῖα.
Τὴν πίκρα μου καθὼς καὶ τὴν χαρά μου
Ἂς βλέπῃ κάθε τρυφερὴ ψυχὴ
’Σ τὰ φύλλα τὰ ξερὰ ποῦ πέφτουν χάμου,
’Σ τῆς ἄνοιξις τὴν λάμψι τὴν φαιδρή.