(Τυφλοπόντικον.)
—Γιατί, Σπαλάγγι θλιβερό,
γιατὶ τὸν ὅλο σου καιρὸ
μέσα στὴν γῆ θαμμένο;
Δὲν ἐπεθύμησες καὶ σὺ
τὴν ἀντηλιά μας τὴν χρυσῆ,
τὴν αὔρά μας, καϋμένο;
—’Μερονυχτῆς τὰ ’πιθυμῶ,
κ’ ἔχω πολὺ πολὺ καϋμὸ
νὰ τ’ ἀπολαύσω ’λίγο.
Μὰ τοῦ Θεοῦ ἡ προσταγὴ
μ’ ἔχει θαμμένο μὲσ’ στὴν γῆ,
δὲν εἰμπορῶ νὰ φύγω.
Διότι ἤμουνα προτοῦ
ὁ νεκροθάπτης τοῦ στρατοῦ·
—Ποῦ νὰ μὴν εἶχα σώσει!—
Ἡ μάχη ἦταν φονική·
νεκροὶ ἐδῶ, νεκροὶ ἐκεῖ,
ποιὸς νὰ τοὺς παραχώσῃ;
Στὸν κίνδυνο, στὴν ταραχὴ
δὲν βάλλω, ὁ μαῦρος, προσοχὴ
μόνο στιβάζω χῶμα.
Καὶ μέσ’ στὸν τάφο τὸν κοινὸ
σκεπάζω κ’ ἕνα Χριστιανό,
ποῦ ξεψυχοῦσ’ ἀκόμα!
Ἄχ! Ἀπ’ τὴν γῆν τὴν σκοτεινὴ
ἀκούω τότε μιὰ φωνή.
“Μὲ θάφτεις πρὶν ’πεθάνω!
“Πρὶν εὐχηθῶ τὴν βασιλειά,
“καὶ διὰ κρίματα παλῃὰ
“τὴν προσευχή μου κάνω!”
Ὠς νὰ τὸν ’βγάλω πεταχτός,
τὰ ἐκακάρωσε κι’ αὐτός,
σὰν τόσοι τόσοι ἄλλοι.
Μ’ ἀλλοίμονον! Εὐθὺς ἐκεῖ
μοὖρθε κατάρα θεϊκή,
σὰν μιὰ βοὴ μεγάλη!
“Ἐσύ μ’ ἀπάνθρωπη καρδιά,
“ὅπου μοῦ θάφτεις τὰ παιδιά,
“πρὶν ἢ γενῇ ἀνάγκη,
“προστάζω νὰ μεταβληθῇς,
“κι’ ἀπ’ ἄνθρωπος, νὰ τυφλωθῇς
“καὶ νὰ γενῇς Σπαλάγγι!”
Ἔκτοτε, ἄχ! στὰ σκοτεινὰ
σκάφτω τυφλὸς παντοτεινὰ
τὸ ἴδιο μου τὸ μνῆμα.
Ὣς π’ ὁ Θεὸς νὰ λυπηθῇ,
ὠς ποῦ νὰ μοῦ συγχωρεθῇ
τὸ φοβερό μου κρῖμα!—
|